Καρκίνος: ορισμός και επιδημιολογικά χαρακτηριστικά
Ο καρκίνος δεν είναι απλά μια ασθένεια αλλά ένα σύνολο ασθενειών με διάφορες προελεύσεις, παθολογίες, προγνώσεις και θεραπευτικές αγωγές. Ο καρκίνος είναι η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη μη φυσιολογικών κυττάρων που προκαλούν νεοπλασίες-όγκους. Οι όγκοι που αναπτύσσονται μπορεί να είναι καλοήθεις, οι οποίοι δεν εξαπλώνονται στο σώμα ή κακοήθεις, που παρουσιάζουν μετάσταση (Ogden, 2000). Ένας καλοήθης όγκος μπορεί να συμπιέζει άλλα κύτταρα και να επηρεάζει τη λειτουργία των παρακείμενων δομών. Μπορεί ωστόσο να αφαιρεθεί με χειρουργική επέμβαση ενώ σπάνια προκαλεί βλάβη στον οργανισμό. Αντίθετα ένας κακοήθης όγκος εισβάλλει και καταστρέφει το σωματικό ιστό και εάν η δράση του είναι ανεξέλεγκτη μπορεί να προκαλέσει θάνατο (Rice, 1998).
Αν και υπάρχουν πολλά είδη καρκίνου τα περισσότερα από αυτά μπορούν να ταξινομηθούν σε μια από τις τέσσερις μορφές καρκίνου: στα καρκινώματα, στα σαρκώματα, στα λεμφώματα και στις λευχαιμίες.
Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Υγείας (2001) οι πιο συχνές μορφές καρκίνου που προσβάλλουν τους ενήλικες είναι ο καρκίνος του πνεύμονα, του στομάχου, του δέρματος, και του ορθού και παχέος εντέρου. Ο καρκίνος του στήθους και του τραχήλου της μήτρας είναι οι πιο κοινές μορφές καρκίνου ανάμεσα στις γυναίκες, ενώ οι άντρες προσβάλλονται περισσότερο από τον καρκίνο του προστάτη, του πνεύμονα και του στομάχου. Ο καρκίνος του εγκεφάλου και η λευχαιμία παρατηρείται πιο συχνά στα παιδιά και τους νέους.
Κατά το 2000[1] καταγράφηκαν 7.000.000 θάνατοι (12%) λόγω καρκίνου σε όλο τον κόσμο και κάθε χρόνο σημειώνονται γύρω στα 11.000.000 νέα περιστατικά καρκίνου. Η κατανομή των νέων περιστατικών καρκίνου είναι ουσιαστικά ίδια για τους άνδρες και τις γυναίκες αλλά οι άνδρες παρουσιάζουν ελαφρώς πιο αυξημένη θνησιμότητα από ό,τι οι γυναίκες (Rice, 1998). Εκτιμάται ότι έως το 2010 οι θάνατοι λόγω καρκίνου θα αυξηθούν κατά 30% στις αναπτυγμένες χώρες και κατά 71% στις υπό ανάπτυξη χώρες (Pisani και συν., 1999).
Παράγοντες κινδύνου
Υπάρχουν αρκετές απόψεις για το ποια είναι τα αίτια του καρκίνου αλλά καμία θεωρητική προσέγγιση δεν μπορεί να εξηγήσει όλες τις μορφές καρκίνου.
Σύμφωνα με μια πρώτη εξήγηση ο καρκίνος εμφανίζεται λόγω κάποιας μετάλλαξης, ως αποτέλεσμα έκθεσης σε ραδιενέργεια στο γενετικό κώδικα των κυττάρων. Μία άλλη άποψη για την προέλευση του καρκίνου υποστηρίζει πως υπάρχει ένα ογκογονίδιο μέσα στο κύτταρο που ρυθμίζει το πότε και πόσο γρήγορα θα παραχθούν νέα κύτταρα. Η διεργασία του ογκογονιδίου είναι, υπό κανονικές συνθήκες, ελεγχόμενη ωστόσο εάν αυτό μεταβληθεί, μέσω της έκθεσής του σε καρκινογόνους παράγοντες, γίνεται ανεξέλεγκτη. Αν και στις σύγχρονες βιομηχανικά χώρες παράγονται πολλοί καρκινογόνοι παράγοντες, δεν είναι πάντα βέβαιο ότι η έκθεση σε αυτούς τους παράγοντες θα οδηγήσει στην εμφάνιση καρκίνου. Κατά μια άλλη άποψη ο καρκίνος οφείλεται στην εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Σε συνθήκες χρόνιου στρες το σύστημα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης των επινεφριδίων απελευθερώνει κορτικοστεροειδή, τα οποία μειώνουν τα επίπεδα των λεφοκυττάρων όπως π.χ. των κυττάρων Τ που θεωρούνται υπερασπιστές του οργανισμού ενάντια στον καρκίνο (Rice, 1998).
Εκτός από την προσπάθεια να ανιχνευθούν οι εσωτερικές διεργασίες που οδηγούν στην εμφάνιση καρκίνου, οι ερευνητές έχουν καταδείξει ορισμένους παράγοντες κινδύνου που οδηγούν στην εμφάνιση της νόσου. Τέτοιοι παράγοντες κινδύνου είναι[2]:
§ Καπνός
§ Αλκοόλ
§ Διατροφή
§ Έκθεση στον ήλιο
§ Ακτινοβολία
§ Έκθεση σε χημικά και άλλες καρκινογενείς ουσίες στο χώρο εργασίας (εντομοκτόνα, σκόνη, κάδμιο, ουράνιο, κ.ά.)
Ανάμεσα στους παράγοντες κινδύνου προεξέχουσα θέση κατέχει το κάπνισμα μιας και έχει ενοχοποιηθεί για την πρόκληση πολλών μορφών καρκίνου όπως του στομάχου, του πνεύμονα, του οισοφάγου, του λάρυγγα κά. Οι διατροφικές συνήθειες και η παχυσαρκία συνιστούν επίσης σημαντικούς παράγοντες κινδύνου όπως και η απουσία φυσικής άσκησης. Η χρήση αλκοόλ έχει αναφερθεί ως παράγοντας κινδύνου για ορισμένους τύπους καρκίνου όπως ο καρκίνος του μαστού, του συκωτιού, του φάρυγγα κ.ά.
Οι διάφοροι παράγοντες που αναφέρθηκαν δεικνύουν πως η θέσπιση ενός αιτιολογικού μοντέλου που να βασίζεται στην ύπαρξη ενός μόνο παράγοντα για την ερμηνεία του καρκίνου είναι σπάνια ή και αδύνατη. Όπως αναφέρει η Rice (1998) “υπάρχει σημαντικός λόγος να πιστεύουμε πως τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα και οι συμπεριφοριστικές διεργασίες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του καρκίνου”. Επίσης, “υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι οι πεποιθήσεις σχετικά με τον καρκίνο και οι συναισθηματικές αντιδράσεις στην παρουσία του μπορούν να επηρεάσουν την πορεία και τη θεραπεία της ασθένειας” (σ.532).
Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και καρκίνος
Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα είναι γνωστοί πάνω από 250 τύποι καρκίνων (Rice, 1998) καθιστά αδύνατο να ενοχοποιηθεί μια σειρά παραγόντων για όλες τις μορφές καρκίνου μιας και σε κάθε μορφή αποδίδονται και διαφορετικοί παράγοντες κινδύνου. Για παράδειγμα ο καρκίνος του μαστού μπορεί σε ένα ποσοστό, μόνο 41%, να αποδοθεί στους πρόσφατα αναγνωρισμένους ως παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία, η εμμηνόπαυση πριν την ηλικία των 50, η απόκτηση πρώτου παιδιού μετά τα 30 κ.ά. (Madigan et al 1995, όπ.αναφ. στο Smedslund και Ringdal, 2004).
Καθώς η γνώση για την αιτιολογία του καρκίνου ποικίλει ανάλογα με τον τύπο της νόσου και οι γνωστοί ως παράγοντες κινδύνου αδυνατούν να αιτιολογήσουν τη νόσο σε ένα απόλυτα ικανοποιητικό ποσοστό, το ενδιαφέρον της σύγχρονης έρευνας συνεχίζει να κινείται στη μελέτη της επίδρασης του ρόλου των ψυχοκοινωνικών παραγόντων, όπως το στρες, η προσωπικότητα, οι στρατηγικές αντιμετώπισης, η κοινωνική στήριξη κ.ά. στην εκδήλωση σωματικής ασθένειας. Η έκθεση σε δυσμενείς ψυχοκοινωνικούς παράγοντες μπορεί είτε να επιφέρει απευθείας αλλαγές στο νευροενδοκρινολογικό σύστημα, γεγονός που καθιστά τον οργανισμό ευάλωτο στην ασθένεια είτε να εκφραστεί μέσω της συμπεριφορικής οδού.
Ο Fox (1998) αναφέρει 59 ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση και την πρόγνωση του καρκίνου. Οι ψυχολογικοί παράγοντες που φαίνεται να σχετίζονται πιο συχνά με τον καρκίνο είναι το συναίσθημα της αβοηθησίας-απελπισίας, η κατάθλιψη και η καταπίεση των συναισθημάτων. Οι Everson και συνεργάτες (1996) σε μια έρευνα σε 2.500 άνδρες διαπίστωσαν πως οι άνδρες με υψηλό συναίσθημα της απελπισίας (hopelessness) είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρκίνο ή καρδιακή προσβολή. Το ψυχολογικό στρες και η απουσία κοινωνικής υποστήριξης φαίνεται να συνδέονται αρνητικά με την έκβαση της νόσου του καρκίνου (Lehto και συν., 2005).
Ο Spiegel (1989) σε μια μελέτη γυναικών με μεταστατικό καρκίνο του μαστού διαπίστωσε πως οι γυναίκες που συμμετείχαν σε ομάδες στήριξης και έκφρασης ζούσαν κατά 18 μήνες περισσότερο σε σύγκριση με τις γυναίκες της ομάδας ελέγχου. Η συμμετοχή σε ομάδες στήριξης αποτελεί ένα βασικό θεραπευτικό εργαλείο για τα άτομα των οποίων η ζωή απειλείται από την ασθένεια του καρκίνου, καθώς αυτά ενθαρρύνονται να εκφράσουν, μέσα σ’ ένα προστατευτικό πλαίσιο, τα συναισθήματα, τις ανησυχίες και τις σκέψεις τους για την ασθένειά τους και τις επιπτώσεις που αυτή έχει στη ζωή τους. Γυναίκες που συμμετέχουν σε ομάδες στήριξης και έκφρασης αναφέρουν βελτίωση των ψυχολογικών συμπτωμάτων και μείωση του πόνου, όπως προκύπτει από την έρευνα των Goodwin και συνεργατών (2001) σε γυναίκες με μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Σύμφωνα με τους Smedslund και Ringdal (2004), η ατομική θεραπεία σε σχέση με την ομαδική έχει συγκριτικά καλύτερα αποτελέσματα στους καρκινοπαθείς.
Η επίδραση της κοινωνικής στήριξης και ορισμένων γνωρισμάτων της προσωπικότητας, όπως αυτό της εστίας ελέγχου, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον αρκετών ερευνητών. Η εστία ή η έδρα ελέγχου, ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, αναφέρεται στο βαθμό που τα άτομα αισθάνονται ότι έχουν τον έλεγχο μιας κατάστασης και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα θα αντιδράσουν περισσότερο ή λιγότερο δυσμενώς σε μια στρεσσογόνο κατάσταση. Το άτομο με εξωτερική εστία ελέγχου έχει την πεποίθηση πως ασκεί μικρή μόνο επίδραση στις καταστάσεις και ότι τα αποτελέσματα στο μεγαλύτερο βαθμό καθορίζονται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η τύχη ή η μοίρα. Τα άτομα με εσωτερική έδρα ελέγχου αισθάνονται πως έχουν τον έλεγχο των καταστάσεων και είναι περισσότερο σίγουρα πως μπορούν να επηρεάσουν μια αλλαγή στο περιβάλλον τους (Cooper και συν, 2002).
Οι Lalos & Eiserman (1999) μελέτησαν τη σχέση ανάμεσα στην εστία ελέγχου και την κοινωνική υποστήριξη σε γυναίκες με ενδομήτριο καρκίνο και καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και βρήκαν πως οι γυναίκες με εξωτερική εστία ελέγχου αντιδρούσαν θετικά στην παρεχόμενη κοινωνική στήριξη. Ωστόσο παρά την στήριξη που δέχονταν, δεν μπορούσαν να χειριστούν ικανοποιητικά τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Σύμφωνα με τους ερευνητές η ύπαρξη συντρόφου είναι μια από τις πιο σημαντικές πηγές υποστήριξης για τους καρκινοπαθείς στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την ασθένεια και την θεραπεία της (Lalos & Eiserman, 1999).
Από την έρευνα των De Brabander και συνεργατών (2000) σε γυναίκες με πρόσφατη διάγνωση καρκίνου του μαστού, βρέθηκε πως οι γυναίκες με ενδιάμεση εστία ελέγχου ελάμβαναν περισσότερη ικανοποίηση από την οικογενειακή στήριξη, εμφάνιζαν χαμηλότερα επίπεδα αρνητικού στρες και κατ’ επέκταση λιγότερα σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα, γεγονός που σχετίζεται με την καλύτερη πρόγνωση της νόσου.
Η εξωτερική εστία ελέγχου και η χαμηλή κοινωνική στήριξη είναι δυο παράγοντες που συνεισφέρουν στην εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων, στη δυσπροσαρμογή και στη βίωση συναισθημάτων απελπισίας (στο De Brabander και συν., 2000). Αντίθετα, τα άτομα με εσωτερική εστία ελέγχου είναι προσανατολισμένα στη λύση του προβλήματος, όταν αντιμετωπίζουν μια στρεσσογόνο κατάσταση και έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ασθένεια ή να βιώσουν κατάθλιψη (Benassi και συν., 1988).
Τα αποτελέσματα ωστόσο των ερευνών δεν αποδίδουν πάντα θετική συσχέτιση ανάμεσα στην προσωπικότητα και στους παράγοντες επικινδυνότητας για την ανάπτυξη και εξέλιξη του καρκίνου. Σύμφωνα με τα ευρήματα δυο μελετών που διεξήχθησαν στη Δανία και Ιαπωνία δεν προκύπτει καμία θετική συσχέτιση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, όπως αυτά ταξινομούνται με βάση το μοντέλο των πέντε παραγόντων του Eysenck (εξωστρέφεια, συστολή, νευρωτισμός, ψυχωτικά χαρακτηριστικά, ψεύδος) και στον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου (Shapiro και συν., 2001. Nakaya και συν., 2003).
συνεχίζεται....
[2] http://www.who.int/mediacentre/factsheets/fs297/en/index.html
Βιβλιογραφικές παραπομπές
q Benassi, V., Sweeney, P., Dufour, C. (1988). Is there a Relation between Locus of Control and Depression? Journal of Abnormal Psychology,97, 357-367
q Cooper, C., Cooper, R., & Eaker, L. (1988/2002). Ζώντας με στρες (μτφρ.επιμ. Αντωνίου Σ). Αθήνα: Παρισιάνος.
q De Brabander, B., Boone, C., Declerck, C., Geretis, P. (2002).Locus of Control, Marital Status and predictors of Early Relapse in Primary Breast Cancer Patients. Psychology and Health, 17, 63-76
q Everson, S.A,. et al. (1996). Hopelessness and Risk of Mortality and Incidence of Myocardial Infraction and Cancer. Psychosom Med; 58:113
q Fox, B.H. (1998). Psychosocial factors in cancer incidence and prognosis. In: J.Holland (editor) Textbook of psycho-oncology, p110-124. New York: Oxford University Press.
q Goodwin, P., Leszcz, M., Ennis, M., et al (2001). The Effect of Group Psychosocial Support on Survival in Metastatic Breast Cancer. The New England Journal of Medicine 345, 1719-1726.
q Kojima, M., Wakai, K., Tokudome, S., et al (2005) Perceived psychological stress and colorectal cancer mortality: Findings from the Japan collaborative cohort study. Psychosomatic Medicine, 67, 72-77.
q Lalos A., Eiserman, M. (1999). Social interaction and support related to mood and locus of control in cervical and endometrial cancer patients and their spouses. Supportive Care in Cancer, 7, 75-78
q Lehto, U.S, Ojanen, M. & Kellokumpu-Lehtinen, M.(2005). Predictors of quality of life in newly diagnosed melanoma and breast cancer patients. Annals of Oncology, 16(5), 805-816.
q Nakaya , N., Tsubono, Y., Hosokawa, Y., Nishino, Y. et al (2003). Personality and the Risk of Cancer. Journal of the National Cancer Institute, 95, 799-805
q Ogden, J. (2000). Η ψυχολογία της υγείας. Αθήνα : Παρισιάνου
q Pisani, P., Parkin, D.M, Bray, F. & Ferlay, J. (1999).Estimate of the worldwide mortality from 25 cancers in 1990. International Journal of cancer, 83(1), 18-29
q Rice, P. (2005). Η ψυχολογία της υγείας (μτφρ.επιμ. Αντωνίου, Σ). Αθήνα: Έλλην.
q Schernhammer, E., S., Hankinson, S.E., Rosner B., Willett W.C, et al (2004). Job stress and breast cancer risk: the Nurses' Health Study. American Journal of Epidemiology, 160, 1079–86.
q Shapiro, I., Ross- Petersen, L., Saelan, H., Garde, K., Oslen, J., Johansen C. (2001). Extroversion and neuroticism and the associated risk of cancer: A Danish cohort study. American Journal of Epidemiology, 153, 757-763
q Smedslund, G., Ringdal, G., I. (2004). Meta-analysis of psychosocial interventions on survival time in cancer patients. Journal of Psychosomatics Research, 57, 123-131.
q Spiegel, D., Bloom, J.R, Kraemer, H.C., Gottheil, E. (1989). Effect of psychosocial treatment on survival of patients with metastatic breast cancer. Lancet, 2, 888-91
q World Health Organization. World Health Report 2001. Mental Health: New Understanding, New Hope. Geneva: WHO, 2001 Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο http://www.who.int/en/