Αναζητώντας τη γυναικεία ταυτότητα με βοηθό ένα παραμύθι



Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός μυλωνάς που είχε μια πανέμορφη κόρη, όταν συνάντησε τον  βασιλιά του παινεύτηκε πως η θυγατέρα του γνέθει το άχυρο σε χρυσάφι. Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε και του ζήτησε να φέρει την κοπέλα στο παλάτι για να τη δοκιμάσει. Την πρώτη ημέρα η κοπέλα κλείνεται σε ένα δωμάτιο γεμάτο άχυρα που θα πρέπει να γνέσει σε χρυσάφι, αν θέλει να ζήσει. Η κοπέλα που δεν έχει ιδέα πώς μπορεί να φέρει εις πέρας αυτήν τη δουλειά κλαίει απαρηγόρητη ώσπου ξαφνικά ένα παράξενο μικρό ανθρωπάκι εμφανίζεται και της ζητά να του δώσει κάτι σε αντάλλαγμα για να γνέσει αυτός για λογαριασμό της, το άχυρο σε χρυσάφι. Η κοπέλα του δίνει σε αντάλλαγμα το χρυσό της περιδέραιο. Την επόμενη ημέρα ο βασιλιάς, χαρούμενος μα άπληστος καθώς ήταν, οδήγησε την κοπέλα σε ένα μεγαλύτερο δωμάτιο γεμάτο άχυρα που θα έπρεπε να γνέσει ως το πρωί σε χρυσό. Τότε εμφανίζεται πάλι ο νάνος που γνέθει από τα άχυρα χρυσάφι,  και η κόρη του δίνει σε αντάλλαγμα για την βοήθεια του το χρυσό της δαχτυλίδι. Την τρίτη ημέρα, η κόρη οδηγείται σε ένα μεγαλύτερο δωμάτιο γεμάτο άχυρα και αν καταφέρει να τα γνέσει σε χρυσάφι, θα παντρευτεί τον βασιλιά. Το ανθρωπάκι εμφανίζεται ξανά αλλά η κόρη δεν έχει να δώσει κάτι σε αντάλλαγμα, έτσι ο νάνος της ζητά να του τάξει το πρώτο της παιδί. Η κόρη γίνεται βασίλισσα, αλλά ο νάνος έρχεται να πάρει την αμοιβή του, το πρώτο παιδί της βασίλισσας. Η βασίλισσα είναι απαρηγόρητη, ο νάνος την λυπάται και της δίνει μια ευκαιρία: θα μπορέσει να κρατήσει το παιδί της, μόνο αν καταφέρει να μάθει ποιο είναι το όνομά του νάνου, μέσα σε τρεις ημέρες. Δυο μέρες περνούν και η βασίλισσα δεν έχει καταφέρει να βρει το σωστό όνομα, παρά τις προσπάθειές της. Την τρίτη ημέρα, ο απεσταλμένος της βασίλισσας επιστρέφει και της διηγείται πως σε ένα βουνό, είδε ένα σπιτάκι και ένα ανθρωπάκι που χόρευε γύρω από μια φωτιά τραγουδώντας: τι καλά που κανείς δεν ξέρει ότι με λένε Ρουμπελστίσκιν.Όταν το ανθρωπάκι πήγε στην βασίλισσα, χαρούμενο που θα έπαιρνε το βασιλόπουλο, η βασίλισσα του ρώτησε μήπως το όνομα του είναι Ρουμπελστίνσκιν. Ο νάνος τότε, που πίστεψε πως ο διάολος της είχε φανερώσει το όνομά του, έγινε έξαλλος από θυμό και έκοψε στα δυο το κορμί του.

  To παραμύθι του Ρουμπελστίνσκιν                                 
Το παραμύθι του Ρουμπελστίνσκιν μας μιλά για την προβληματική της εφηβείας και την απόκτηση γυναικείας σεξουαλικής ταυτότητας. Σε αυτόν τον άξονα θα επιχειρήσουμε την ανάλυση του παραμυθιού μέσα από τρεις διαστάσεις: την ψυχολογική, τη συμβολική και την συμπεριφορική. Θα εξετάσουμε το ψυχολογικό υπόβαθρο του παραμυθιού, τα σύμβολα που ως αρωγοί στο παραμύθι μεταδίδουν μια γνώση που αποκαλύπτει τις μυστικές μορφές της ουσίας του ανθρώπινου όντος (Elliade, 1994) και τέλος θα προσεγγίσουμε τη στάση της ηρωίδας που την ανακυρρήσει νικήτρια όλων των δοκιμασιών της. 
Όπως κάθε ανάλυση, έτσι και αυτή που εκτυλίσσεται σε αυτό το κείμενο, συνιστά μια οπτική μέσα από την οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε το συγκεκριμένο παραμύθι. 
            
Ψυχολογικές ανιχνεύσεις
Η ηρωίδα που ενοικεί στον φανταστικό κόσμο του παραμυθιού, καλείται, όπως και κάθε κορίτσι του πραγματικού κόσμου της ζωής, μέσα από το πέρασμα οδυνηρών μα καθ’ όλα απαραίτητων σταθμών, να ενταχθεί στην χώρα των ενηλίκων. Άλλοτε με μικρή άλλοτε με μεγαλύτερη δυσκολία, τέτοιοι σταθμοί προετοιμάζουν σταδιακά το κορίτσι του παραμυθιακού και πραγματικού κόσμου, να υποδεχθεί την ενήλικη ταυτότητα και το μυούν στην ένδυση της γυναικείας του υπόστασης. Κάποιες φορές, συμβαίνει αυτό το ταξίδι να ξεκινάει απρόσμενα, χωρίς την συγκατάθεση της ταξιδεύτριας, όπως στο παραμύθι, όπου ο πατέρας καυχάται για λογαριασμό της κόρης του και αποφασίζει να την στείλει σε μια δοκιμασία που ενέχει τον κίνδυνο να της στερήσει την ζωή, εκτός και αν τα καταφέρει, οπότε θα αμειφθεί με μια καλύτερη ζωή από αυτήν που μπορεί να της προσφέρει ο πατέρας.

Η κόρη του μυλωνά υπακούει σε ένα παράδοξο καύχημα του πατρός της και δέχεται αδιαμαρτύρητα να αφεθεί στην εξουσία του, την οποία δεν διαψεύδει μπροστά στην εξουσία ενός άλλου άντρα, του βασιλιά. Έτσι, η κόρη διέρχεται από μια δοκιμασία, την οποία η ίδια, με μια πρώτη ανάγνωση, δεν φαίνεται να έχει επιλέξει αλλά και ούτε μπορεί να φέρει εις πέρας με τις δικές της δυνάμεις. Η στάση της μυλωνοπούλας στο παραμύθι, μοιάζει να ακολουθεί μια στερεοτυπική άποψη για την γυναικεία συμπεριφορά και ιδιαίτερα για την στάση της καλής κόρης απέναντι στον πατέρα, στις απαιτήσεις του οποίου δεν αντιτίθεται. Από ψυχαναλυτική ματιά, θα λέγαμε πως η στάση της ηρωίδας σκιαγραφεί ένα οιδιποδειακό προφίλ. Από την κατάσταση της παιδικής προσκόλλησης προς το πατρικό πρότυπο, η ηρωίδα εισέρχεται εκ νέου στη οιδιπόδεια προβληματική. Αν και η κλασσική οιδιπόδεια περίοδος εμφανίζεται στην νηπιακή ηλικία (3,5-6 ετών), η οιδιπόδεια προβληματική επανα-πυροδοτείται στην εφηβεία, όπου εμφανίζονται βιολογικές αλλαγές και ζητήματα που προκαλούν άγχος, όπως η σεξουαλική ταυτότητα, η σεξουαλική ωρίμανση, οι συγκρούσεις με γονείς και η επίτευξη κάποιων στόχων.
Μακριά από την πατρική προστασία λοιπόν, η κόρη καλείται να φέρει εις πέρας την αποστολή της: αποστολή που εμπεριέχει δοκιμασίες που πάλλονται ανάμεσα στην εποικοδομητική ενόρμηση για αγάπη και δημιουργία και την επιθετική ενόρμηση για καταστροφή και θάνατο, αγγίζοντας το δίπολο Έρωτα-Θανάτου, μέσα στο οποίο ο Freud είδε να εκτυλίσσεται όλη η ανθρώπινη ιστορία (Young, 2009). Αν τα καταφέρει, η ηρωίδα θα εγκαινιάσει μια νέα ζωή κατακτώντας την ολοκλήρωση της γυναικείας ταυτότητας και την ικανότητα να συνάψει στενές διαπροσωπικές σχέσεις, να αγαπήσει, να αγαπηθεί και να δώσει την ζωή παρακάτω. Κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών αυτών, που αντικατοπτρίζουν μια απόπειρα κυριαρχίας απέναντι στους γονείς, τον πατέρα στην συγκεκριμένη περίπτωση, η ηρωίδα καταλήγει να πενθεί, μιας και αγνοεί την τέχνη της μετατροπής του άχυρου σε χρυσάφι. Με ψυχολογικούς όρους, θα λέγαμε πως η ηρωίδα κλαίει για την μεγάλη περίοδο εξάρτησης από τους γονείς, που τώρα καλείται να αφήσει προκειμένου να ωριμάσει. Από την άλλη, ο χαρακτήρας των δοκιμασιών μοιάζει να σκιαγραφεί την περίπλοκη αναπτυξιακή διαδικασία, από την οποία διέρχεται το άτομο ώστε να εξελίξει την ικανότητά του για αγάπη προς άλλα υποκείμενα, εκτός των γονεϊκών μορφών.
Μέσα από την εμφάνιση παράξενων βοηθών, η ηρωίδα του παραμυθιού αντεπεξέρχεται στις δοκιμασίες, που προσιδιάζουν στην οιδιπόδεια προβληματική, και κατορθώνει να τις επιλύσει επιτυχώς. Τις  φαινομενικά ανυπέρβλητες δοκιμασίες της ηρωίδας και την τρομακτική μορφή του νάνου μπορούμε να παραλληλίσουμε με την αμφιθυμία που βιώνεται σε κάθε στάδιο ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, με τις ασυνείδητες φαντασιώσεις και τα ψυχωσικά άγχη που βρίσκονται πίσω από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και διαδραματίζουν έναν ρόλο για τα συναισθήματα που βιώνει το παιδί γύρω από την κατάσταση άγνοιας στην οποία βρίσκεται: απογοητευμένο, σεξουαλικά ανίκανο, αδύναμο (Klein όπ. αναφ. στο Mitchell, 1986). Η πορεία προς την λύση, όπως ανιχνεύεται στις δοκιμασίες της ηρωίδας, φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι η  επίλυση του οιδιποδείου συμπλέγματος για τα κορίτσια, όπως υποστήριξε ο Freud,  διεξάγεται με πολύ πιο αργό ρυθμό, πιο ήπια και λιγότερο βάναυσα και απότομα από ότι στα αγόρια (Young, 2009). Η τελική δοκιμασία της ηρωίδας ωστόσο, που έρχεται σε ένα άλλο χρονικό στάδιο μετάβασης και την βρίσκει  για άλλη μια φορά απροετοίμαστη, μας υπενθυμίζει πως η οιδιπόδεια κατάσταση που αναβιώνει, όταν το άτομο περνά από την θέση του παιδιού στην θέση του γονέα, δεν τελειώνει ποτέ. Η ψυχική επεξεργασία ξαναγίνεται σε κάθε καινούργια κατάσταση που συναντά κανείς στην ζωή του, σε κάθε φάση εξέλιξης και κάθε φορά που αποκτά κανείς μια σημαντική εμπειρία ή γνώση. Η λύση του οιδιποδείου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή εξέλιξη του υπερεγώ, την ανάπτυξη δηλαδή συνειδήσεως του καλού και του κακού, που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ταυτότητας του ατόμου, η ο οποία και ολοκληρώνεται με το πέρασμα από την εφηβεία στο γενετικό στάδιο (Χαρτοκόλλης, 1991).
 Στην πραγματικότητα, η επίλυση του οιδιποδείου, όπως αναφέρει ο Freud αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο κυριαρχίας πάνω στην αρχαϊκή, ζωώδη κληρονομιά της ανθρωπότητας, στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι δυνάμεις που θα πρέπει το άτομο να βάλει σε τάξη και να επεξεργαστεί, ώστε να αποτελέσουν στη συνέχεια τους βοηθούς για την μετέπειτα πολιτισμική του ανάπτυξη (Young, 2009).  

Ο λόγος των συμβόλων

Μέσα από τη ρυθμική γλώσσα των συμβόλων, η ιστορία του παραμυθιού μας αφηγείται ένα ταξίδι γυναικείας μεταμόρφωσης. Η μυητική λειτουργία που υπηρετεί το παραμύθι του Ρουμπελστινσκιν δεν είναι άλλη από την υπερβατική τελετή της εφηβικής μύησης. Όπως και κάθε μύηση, περιλαμβάνει μια τριπλή αποκάλυψη: του ιερού, του θανάτου και της σεξουαλικότητας, εμπειρίες που ο μυημένος τις γνωρίζει, τις αποδέχεται και τις ενσωματώνει στο καινούργιο του εγώ. Το μυστήριο της μύησης αποκαλύπτει στην νεοφώτιστη ηρωίδα, σιγά-σιγά την πραγματική διάσταση της ύπαρξης, της, την οδηγεί στο μυστηριακό και έτσι την υποχρεώνει να αναλάβει τις ευθύνες της ως άνθρωπος (Elliade, 2002). Η μετάβαση από τον κοριτσίστικο κόσμο, στον κόσμο των ενηλίκων γυναικών, αναπαριστάται μέσα από διακριτά σύμβολα στο παραμύθι, που απεικονίζουν την απόκτηση νέων ταυτοτήτων της ηρωίδας και τα εμπόδια που αυτή κάθε φορά συνεπάγεται. Στον τελικό σταθμό του ταξιδιού, παρακολουθούμε την ηρωίδα να ενδύεται μια νέα ολοκληρωμένη ταυτότητα  που συνθέτει αρμονικά πια τις τρεις διαστάσεις, αυτήν της γυναίκας, της συζύγου και της μητέρας. Το παραμύθι διέπεται από την συμβολική επανάληψη του αριθμού των τριών, τις τρεις δοκιμασίες, τις τρεις ευκαιρίες, τα τρία ανταλλάγματα-δώρα, τις τρεις γυναικείες ταυτότητες. Η αριθμητική επανάληψη των τριών, μας παραπέμπει σε μια πνευματική σύνθεση. Αντιπροσωπεύει την λύση της σύγκρουσης που θέτει ο δυϊσμός και εκφράζει την επάρκεια ή εξέλιξη της ενότητας στην ίδια την εσωτερική της υπόσταση (Cirlot, 1995).
Η εμφάνιση των δίπολων, ως ένα επίσης βασικό συστατικό του παραμυθιού, μας δεικνύει την σύγκρουση που θέτει ο δυϊσμός, σύγκρουση που οδηγεί σε ρήξη, αντιπαράθεση ή ακινητοποίηση αν οι δυνάμεις είναι ισόρροπες. Το δυο συμβολίζει επίσης την σκιά, τη σεξουαλικότητα όλων των πραγμάτων και όντων, το δυϊσμό που ερμηνεύεται ως σύνδεσμος του αθανάτου με τον θνητό, του μεταβλητού με το αμετάβλητο (Cirlot, 1995). Αυτός ο δυϊσμός, εμφανίζεται σε όλους τους αντρικούς χαρακτήρες του παραμυθιού που εμφανίζονται με μια διπλή υπόσταση, με διττούς ρόλους καθώς είναι ταυτόχρονα καλοί και κακοί, βοηθοί και συνάμα εχθροί. Μέσα από τη διττή μορφή των αντρικών χαρακτήρων, εκφράζεται ο φόβος της κόρης σε σχέση με τον αρσενικό, φόβος που ενέχει μια σεξουαλική διάσταση, καθώς το παραμύθι μιλά για την απόκτηση γυναικείας ταυτότητας, για την μύηση της κόρης στον σεξουαλικό κόσμο των ενηλίκων.
Όταν η ηρωίδα καλείται να αντιμετωπίσει την διπλή φύση του πατρός, του συζύγου και του παράξενου νάνου, στην πραγματικότητα καλείται να αντιμετωπίσει τα δικά της αμφιθυμικά συναισθήματα που γεννά η κατάσταση της μετάβασης στην οποία εμπεριέχεται η σύναψη ετερόφυλων σχέσεων. Σε αυτή την κατάσταση, τα αμφιθυμικά συναισθήματα συνοδεύουν την νέα σχέση αλληλεπίδρασης που αναδύεται μεταξύ του εαυτού με τον Άλλον. Η αποστολή της ηρωίδας φαίνεται να την προσκαλεί να εμπεριέξει την διπλή φύση του εαυτού της και του Άλλου (άντρα), την αμφιθυμική ψυχοσυναισθηματική κατάστασης ως απόρροια ασυνείδητων ενορμήσεων και αγχώδων φαντασιώσεων, και εν τέλει να προβεί σε μια πνευματική, ενιαία και αρμονική σύνθεση των τριών μερών του εαυτού της (Εγώ- Εκείνο-Υπερεγώ) που θα την οδηγήσουν σταδιακά στην σύναψη υγιών ετερόφυλων σχέσεων (στο παραμύθι εκφράζεται με τη συμβολική σύναψη του γάμου).
Όλες αυτές οι χαοτικές και απειλητικές ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις, που συνοδεύουν την επώδυνη μετάβαση από το ένα ηλικιακό στάδιο στο άλλο, γεννούν τον φόβο στην ψυχή της ηρωίδας, προκαλώντας της θλίψη, απογοήτευση, συναίσθημα αβοηθησίας. Καθώς το ανεξήγητο, και ιδιαίτερα το τρομακτικά ανεξήγητο, δεν αντέχεται για πολύ καιρό, η ηρωίδα του παραμυθιού καλείται σε μια νέα δοκιμασία, που δεν είναι άλλη από την εύρεση ενός παράξενου ονόματος. Η ηρωίδα θα πρέπει, μέσα σε τρεις ημέρες, να μάθει το ασυνήθιστο όνομα του παράξενο νάνου, προκειμένου να μπορέσει να κρατήσει το παιδί της και άρα να υιοθετήσει μια νέα ταυτότητα, αυτήν της μητέρας-τροφού. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την αναζήτηση του ονόματος ως μια προσπάθεια να αποδοθεί ένα νόημα στις χαοτικές ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις, που συνοδεύουν την ηρωίδα σε αυτήν την τελευταία μετάβαση. Η δοκιμασία αυτή την φορά εισάγει την δύναμη του λόγου. Πρόκειται για την δύναμη της γλώσσας που συνιστά μια από τις κυριότερες μεθόδους που διαθέτουμε για να ασκούμε έλεγχο, εφόσον η απόδοση ονόματος (σε ένα συμβολικό ή υπαρκτό αντικείμενο) μας βοηθά να αποκτήσουμε μια αίσθηση κυριάρχησης ή ελέγχου πάνω σε δυνάμεις χαοτικές και απείθαρχες. Όλοι οι πολιτισμοί επιχειρούν να δώσουν νόημα σε χαοτικές και απειλητικές καταστάσεις του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος καθώς και της ίδιας της ύπαρξης (Yalom, 2006).
Όταν οι δυνάμεις ονοματίζονται, οριοθετούνται και άρα μπορούν να τεθούν υπό την εξουσία του ελέγχου μας. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που σε πολλές παραδόσεις, το όνομα ενός πλάσματος, ανθρώπινού ή μη, θεωρείται μέρος του εαυτού του, αναπόσπαστο κομμάτι και η γνώση του ονόματος θέτει τον κάτοχο του, είτε είναι θεότητα, φάντασμα, ξωτικό ή άνθρωπος, στην εξουσία κάποιου άλλου (Cooper, 2007). Η ηρωίδα καταφέρνει (με τη βοήθεια ενός άντρα) να μάθει το όνομα του νάνου και κυριαρχεί επάνω του, οδηγώντας τον τελικά σε διαμελισμό. Αν δούμε, με όρους ψυχολογίας, τον χαρακτήρα του νάνου ως ένα αντικείμενο στο οποίο προβάλλονται όλοι οι κρυμμένοι φόβοι και οι βίαιες σκοτεινές όψεις της προσωπικότητας της ηρωίδας, ο διαμελισμός φαίνεται να συνιστά μια καθαρτήρια πράξη που επιτρέπει στην σκιώδη πλευρά της προσωπικότητας να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί (Cooper, 2007).
Αυτή η σκιά προβάλλεται, θα λέγαμε, πάνω στον νάνο, ο οποίος συμβολίζει τις δυνάμεις που υπάρχουν πέρα από το συνειδητό κόσμο (Cirlot, 1995). Περιλαμβάνει την αρνητική πλευρά της προσωπικότητας, το σύνολο όλων των δυσάρεστων ιδιοτήτων που δεν θέλουμε να φανερώσουμε καθώς και λειτουργίες, περιεχόμενα του προσωπικού ασυνειδήτου που δεν έχουν αναπτυχθεί αρκετά ώστε να περάσουν στο συνειδητό. Αυτή η πλευρά του ασυνειδήτου, που έχει κατά τον Jung έναν δαιμονικό δυναμισμό, κάνει το άτομο να αντιστέκεται έντονα στην ιδέα της ύπαρξης της σκιάς και να την απωθεί στο ασυνείδητο, συχνά δε να αισθάνεται τρόμο (Κανελλοπούλου, 1994). Για να απαλλαγεί από το βάρος των αρνητικών χαρακτηριστικών, το άτομο τείνει να τα προβάλλει έξω από τον εαυτό του, σε ένα αντικείμενο, σ’ ένα άλλο άτομο, στην περίπτωση του παραμυθιού το νάνο, που ενέχει την θέση αυτού του προβλητικού αντικειμένου. Καθώς η συναισθηματική φύση, η αυτονομία και η κτητική ιδιότητα φέρονται ως κύριες ιδιότητες αυτών των σκοτεινών χαρακτηριστικών της σκιάς (Κανελλοπούλου, 1994), δεν αποτελεί εντύπωση που ο νάνος του παραμυθιού εσωκλείει όλες αυτές τις ιδιότητες: εμφανίζεται αυτόνομος και δυνατός, με κτητική διάθεση καθώς ζητά από την ηρωίδα αντικείμενα που της ανήκουν για να τα θέσει στην δική του κατοχή με τελευταίο επιθυμητό απόκτημα το παιδί της, προκαλεί συναισθηματικές καταστάσεις στην ηρωίδα που την ταξιδεύουν ανάμεσα στον δρόμο της χαρά και της λύπης.

Το πέρασμα στην πράξη
Η δράση της ηρωίδας αποτελεί  μια πορεία προς την αυτογνωσία, την οποία κατακτά, όπως είδαμε, μέσα από την υπερνίκηση των δυσκολιών που γεννά το ασυνείδητό της. Σύμφωνα με τον Jung, το άτομο δεν μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της σκιάς παρά μόνο αν καταβάλει σοβαρή ηθική προσπάθεια, ξεκινώντας με την αναγνώριση ότι οι σκοτεινές πλευρές της προσωπικότητας είναι πραγματικές και παρούσες (Κανελλοπούλου, 1994). Αυτή η πορεία προς την γνώση του εαυτού, που συνοδεύει το ταξίδι της επίλυσης της οιδιπόδειας προβληματικής, παρομοιάζεται με έναν ηθικό άθλο, μια σοβαρή προσπάθεια που διέπεται από την αιώνια δυναμική αρχή του δούναι και λαβείν. Το ταξίδι της ηρωίδας προς την σεξουαλικότητα και την αναζήτηση ταυτότητας δεν μπορεί να παραβλέψει τον συμπαντικό νόμο της ανταπόδοσης, έτσι για κάθε βοήθεια που λαμβάνει από τον παράξενο βοηθό της, καλείται να προσφέρει ένα αντάλλαγμα, ένα αντικείμενο που βρίσκεται στην κατοχή της.
Η σειρά των αντικειμένων που αποχωρίζεται ως ανταπόδοση για την βοήθεια που έλαβε από το νάνο να γνέσει το άχυρο σε χρυσάφι, να μετουσιώσει δηλαδή την ασεξουαλική κοριτσίστικη φύση της σε σεξουαλική ωριμότητα (ή με μια άλλη ανάγνωση την υλική της υπόσταση σε πνευματική) ενέχει μια συμβολική διάσταση. Το περιδέραιο, ως πρώτο αντικείμενο που αποχωρίζεται από την κατοχή της, εκφράζει την ένωση διαφορετικών στοιχείων, αντιπροσωπεύει ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην εγγενή διάλυση κάθε πολλαπλότητας (μια αρνητική κατάσταση) και την πραγματική ένωση του συνεχούς. Συμβολίζει τη σχέση και τον δεσμό, εγκόσμιο ή κοσμικό Cirlot, 1995). Το χρυσό δαχτυλίδι, που ανταλλάσσει ως δεύτερο αντικείμενο για την βοήθεια που της παρέχεται, αναπαριστά συμβολικά την συνέχεια και ολότητα, αποτελεί έμβλημα γάμου και αιώνιας επανάληψης των κύκλων του χρόνου, ενώ το υλικό του χρυσού από το οποίο είναι φτιαγμένο μας παραπέμπει σε κάτι ανώτερο (Cirlot, 1995). Το χρυσό δαχτυλίδι συμβολίζει την πνευματική ή σεξουαλική διάσταση του εαυτού που είναι σε θέση να σχετίζεται, την ολοκλήρωση του εσώτερου είναι (Brun, 1993).
Η ηρωίδα μας απέναντι στο νάνο, που κατά μια άλλη ερμηνεία, εκφράζει αρχέγονες καταστάσεις του άντρα που μπορούν να τεθούν υπό τον έλεγχο (Brun, 1993), παραδίδει σε ανταλλάγματα σημαντικά συμβολικά δώρα που σχετίζονται με την ίδια της την ύπαρξη. Σε μια πρώτη ανάγνωση αυτό φαντάζει παράδοξο, ωστόσο αν εκλάβουμε το γνέσιμο ως μια μαγική θηλυκή δύναμη που ενώνει τις δυο πλευρές, την ενεργητική αρσενική πλευρά και την παθητική θηλυκή, που ενώνουν τα νήματα της ζωής σε μια μονάδα (Cooper, 2007) κατανοούμε το διαχρονικό μήνυμα που μεταφέρει το παραμύθι: η μετάβαση στον κόσμο των ενηλίκων και η σύναψη ετερόφυλων δεσμών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την αναγκαία θυσία-απάρνηση κάποιων μερών της προσωπικότητας, ώστε το εγώ να ενδυθεί νέες ταυτότητες που σταδιακά θα το οδηγήσουν στην οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου εαυτού. Με ψυχαναλυτικούς όρους θα λέγαμε πως ασυνείδητα κομμάτια αποχωρούν από την άβυσσο του ασυνειδήτου και αντικαθίστανται με συνειδητές μορφές. Μέσα από αυτές τις αναγκαίες θυσίες, η ηρωίδα καταφέρνει να δεχθεί την αρχικά τρομακτική φύση του άντρα, να αποδεχθεί την σεξουαλικότητά της και τελικά να οδηγηθεί στην ένωση των δεσμών του γάμου: από τον ρόλο της κόρης μεταβαίνει στους ρόλους της γυναίκας και συζύγου.
Η τρίτη δοκιμασία διαχωρίζεται από τις δυο προηγούμενες, καθώς για να υλοποιηθεί απαιτεί από την ηρωίδα ένα αντάλλαγμα που δεν κατέχει στο παρόν: της ζητείται στην πραγματικότητα μια θυσία που θα κληθεί να πραγματοποιήσει στο μέλλον. Το δίλημμα που τίθεται αφορά, όπως είδαμε, σε μια επιλογή ανάμεσα στο δίπολο ζωής και θανάτου, και ανάμεσα σε αυτή την προβληματική δεν μπορεί παρά η επιλογή της ηρωίδας να εξυμνεί τη ζωή. Με αντάλλαγμα την σωτηρία της ζωή της, η ηρωίδα πείθεται και συμφωνεί να δώσει στο νάνο, ένα από τα πιο σημαντικά μελλοντικά αποκτήματα της ζωής της, το ίδιο της το παιδί. Κατά τη στιγμή της συμφωνίας της, η κόρη και μελλοντική μητέρα μοιάζει να αγνοεί την αξία αυτού του ανταλλάγματος που τάζει ή ευελπιστεί πως μπορεί να το αποφύγει, μιας και η βίωση της μητρότητας γίνεται ακόμα με όρους φανταστικούς και όχι πραγματικούς. Όταν όμως το πέρασμα του χρόνου έχει σημάνει και η ανάδυση της νέας ταυτότητας έχει ολοκληρωθεί, η επανεμφάνιση του νάνου ταράζει τα ήρεμα νερά της ευτυχίας στα οποία πλέει η ηρωίδα ως νέα μητέρα.
Η εμφάνιση του νάνου που ζητά της εκπλήρωση της θυσίας, φαίνεται να απεικονίζει, σε αυτό το στάδιο της μητρότητας που ολοκληρώνει το παζλ της γυναικείας ταυτότητας, ότι τα ήρεμα νερά ταράζονται από πλήθος αντιφατικών συναισθημάτων, που βιώνει η νέα μητέρα απέναντι στη καινούργια ζωή που έχει φέρει στον κόσμο. Αυτά τα οδυνηρά, συχνά καταθλιπτικά συναισθήματα καλείται να αντιμετωπίσει η νέα μητέρα, όπως η βασίλισσα του παραμυθιού, θυσιάζοντας αυτό το σκοτεινό μέρος του εαυτού της προς χάριν της συνέχισης της ζωής. Μια τέτοια θυσία δεν μπορεί παρά να συμφωνεί με την αρχετυπική εικόνα της καλής μητέρας. Στην τελευταία, ωστόσο, δοκιμασία της ηρωίδας, αποκαλύπτεται με έμμεσο τρόπο η διπλή φύση του μητρικού αρχετύπου, που εσωκλείει συνάμα ιδιότητες θετικές, όπως η μητρική φροντίδα, η μαγική εξουσία του θηλυκού του, η σοφία και η πνευματική έξαρση που υπερβαίνει τη λογική, όλα τα ένστικτα ή τις παρορμήσεις που υποθάλπουν την ανάπτυξη και την γονιμότητα και ιδιότητες αρνητικές, όπως οτιδήποτε σκοτεινό και μυστικό, την άβυσσο, ό,τι καταβροχθίζει, αποπλανεί και δηλητηριάζει, ό,τι είναι τρομακτικό και αναπόφευκτό όπως η μοίρα (Jung, 1995). Η ηρωίδα, ως καλή μητέρα, αγωνίζεται για να κρατήσει το παιδί της και τελικά καταφέρνει να υπερνικήσει την σκιώδη πλευρά της προσωπικότητάς της που σχετίζεται με την γέννηση του παιδιού, να επαναπροσδιορίσει την σχέση της ως μητέρα μα και γυναίκα συνάμα με τον άντρα της, σχέση που πια τίθεται σε νέες βάσεις, και να ενδυθεί μια τρισυπόστατη ολοκληρωμένη ταυτότητα γυναικείας φύσης.


                                                                                                             ©Σταυρούλα Δουλάμη, Ψυχολόγος
Βιβλιογραφικές παραπομπές
           
Brun, B., Pedersen, E. & Runderg, M. (1993). Symbols of the Soul. Therapy and Guidance through Fairy Tales. London: Jessica Kingsley Publisher
 Cirlot, J. (1995). Το λεξικό των συμβόλων (μτφ.Καππάτος). Αθήνα: Κονιδάρη.
  Cooper, J.C. (2007). Ο Θαυμαστός κόσμος των παραμυθιών. Αλληγορίες της Εσωτερικής ζωής. Πορεία προς την Ωριμότητα. (ε’ έκδοση). Αθήνα: Θυμάρι
ΕlliadeM. (2002). Ιερό και Βέβηλο (μτφ. Δεληβορίας). Αθήνα: Αρσενίδη 
 Grimm, J. &V. (2006). Τα παραμύθια των αδελφών Γκρίμμ. (Τόμος Α΄) Αθήνα: Άγρα
Jung, C. (1995). Τέσσερα αρχέτυπα: Μητέρα, Αναγέννηση, Πνέυμα, Κατεργάρης (μτφ Μπαρουξής). Αθήνα: Ιάμβλιχος
  Κανελλοπούλου, Λ. (1994). Θεωρίες Προσωπικότητας: Ψυχοδυναμικές Θεωρίες. Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Αθήνα: Ε.Κ.Π.Α
Mitchell, J. (1986). The selected Melanie Klein. London: Peguin books
 Yalom, I. & Leszcz M (2006). Θεωρία και πράξη της ομαδικής ψυχοθεραπείας (επ.επιμ Ζέρβας). Αθήνα: Άγρα
Young, R. (2009). Οιδιπόδειο (μτφ Τσόγια). Αθήνα: Ροές