L’ Amante Anglaise (Η Αγγλίδα Ερωμένη). Σκέψεις πάνω στο θεατρικό έργο της Margeurite Duras



Αντί προλόγου ή προανάκριση
Άραγε πόσο ευδιάκριτα είναι τα όρια στη ζωή μας; Ανάμεσα στη λογική και το παράλογο είναι τα όρια εύθραυστα, οι ισορροπίες τους διαφαίνονται λεπτές ή δύνανται να οριοθετηθεί αυτό το δίπολο με αδιάσειστη βεβαιότητα, με την ασφάλεια της αντικειμενικότητας; Τι είναι αυτό που σηματοδοτεί το πέρασμα από τη μια άκρη του νου στην άλλη;
Φαίνεται πως, σε όλους από εμάς, το ταξίδι της ζωής προσφέρει ευκαιρίες για να δοκιμαστούν τα όρια μας. Μας προσκαλεί σε δοκιμασίες για να αναμετρηθούμε μαζί τους, να τα προσπεράσουμε, να δρασκελίσουμε από την αδυναμία της ασφάλειας στην δύναμη της αβεβαιότητας που οδηγεί στην ευτυχία. Άλλοτε πάλι, συμβαίνει απλώς να αδρανήσουμε από φόβο σαν αντικρίζουμε τις άκρες των ορίων μας και, σαν να μη διαφαίνεται άλλη δίοδος, στρέφουμε το βλέμμα μας στον Άλλον εξερευνώντας τα δικά του όρια. Σε αυτό το ταξίδι, συμβαίνει συχνά, η Ιθάκη να αναγνωρίζεται ως ο κοινός προορισμός. Αν και ο καθένας και η καθεμία από εμάς ονοματίζει το προορισμό του διαφορετικά, η ουσία του παραμένει, αιώνια και αναλλοίωτα, η ίδια. Είναι η ίδια δύναμη που πυροδοτεί την ζωή και στον αντίποδά της βρίσκεται πάντα ένα τέλος. Γιατί ο Έρωτας είναι η αρχή της ζωής και ο Θάνατος το τέλος αυτής ως φυσική ύπαρξή. Τι είναι όμως το έρωτας και ο θάνατος; Τι ορίζει την κίνηση ανάμεσα σε αυτά τα δυο άκρα και που μπορεί κανείς να αναζητήσει τον χώρο της χρυσής τομής ώστε να βιωθεί μιας ολοκληρωμένη, γεμάτης νόημα ζωή;
Παρόλο που οι ερωτήσεις τέθηκαν, παρόλο που αναρίθμητα γράφηκαν και ελέχθησαν από ανθρώπους των γραμμάτων, των τεχνών και της καθημερινής ζωής,  μέσα από τις πολυάριθμες απαντήσεις που δόθηκαν, δεν στάθηκε δυνατό να αναδυθεί μια απάντηση πειστική και από όλους αποδεκτή. Ίσως γιατί ποτέ δεν ετέθη η κατάλληλη ερώτηση, ώστε να επιτραπεί αυτή η ανάδυση που θα φώτιζε την ουσία των δυο δυνάμεων που ορίζουν εξίσου εξαίσια το μυστήριο της ζωής, την ουσία της φυσικής μας ύπαρξης.
Την κατάλληλη ερώτηση αναζητά και περιμένει η ηρωίδα της Margeurite Duras, στο έργο LAmante Anglaise (Η Αγγλίδα Ερωμένη)- μια θεατρική παράσταση που πραγματεύεται το έρωτα μέσα από την πράξη του θανάτου, ως αποτέλεσμα ενός αποτρόπαιου εγκλήματος.

Το χρονικό μιας εξέτασης
Το έργο της Μαργκερίτ Ντιράς, «Lamante anglaise» (H Αγγλίδα ερωμένη) είναι εμπνευσμένο από μια πραγματική ιστορία, ένα μακάβριο γεγονός που συγκλόνισε τη Γαλλία το 1949: Μια γυναίκα,  η Ammelie Rabilloud δολοφονεί τον σύζυγό της και τεμαχίζει το πτώμα. Για αρκετές νύχτες, η γυναίκα τοποθετούσε τα μέλη του σώματος σε διάφορες εμπορικές αμαξοστοιχίες που διέρχονταν την γέφυρα Montagne Pave. Η ένοχη συλλαμβάνεται και σε όλη τη διάρκεια δίκη της δεν θα μπορέσει να δώσει μια πειστική εξήγηση για την πράξη της.
Το έργο ανέβηκε στο Θέατρο Σημείο σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή και τους χαρακτήρες ερμήνευσαν οι: Νίκος Διαμαντής στο ρόλο συζύγου Πιέρ Λαν, Γεράσιμος Δεστούνης ως εξεταστής/ανακριτής και Ιωάννα Μακρή στο ρόλο της Κλαίρ Αμελί Λαν. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ντιράς το έργο πρέπει να παιχτεί σ’ ένα πόντιουμ κοντά στους θεατές, σε μια αίθουσα περιορισμένη, χωρίς σκηνικά και κοστούμια. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί τα καθίσματα των θεατών- δυο σειρές καθισμάτων εκατέρωθεν της σκηνής- σε απόσταση αναπνοής από τους ηθοποιούς και τα μόνα αντικείμενα επί σκηνής είναι δυο καρέκλες σε αντικριστή θέση.  
Ο σκηνοθέτης αναφέρει: «Ενώ το έργο ξεκινά ως αστυνομική ιστορία εξελίσσεται πολύ σύντομα στο ψάξιμο της σχέσης ενός ζευγαριού, σε ένα κονισαλέο ψυχογράφημα της γυναίκας, δημιουργώντας ένα δράμα σχέσεων, οντολογικής αναζήτησης και ταυτόχρονα βαθιά πολιτικό, όπως αυτό ορίζεται στο θέμα της σύγκρουσης των δύο φύλων και του δίπολου λογική-τρέλα. Η συντριβή, η έξαρση, το πένθος, όλα θέματα απελπισμένου έρωτα, οδηγούν την ηρωίδα στα μονοπάτια μιας μοναχικής ζωής μέσα στο γάμο της. Η Κλερ και ο Πιέρ, εξαιρετικοί άνθρωποι σε εξαιρετικές στιγμές, ζουν πίσω από σύνορα».

Η παράσταση ξεκινά με την αφήγηση του παρακάτω αποσπάσματος :
«Στις 8 Απριλίου 1949 ανακαλύπτουν στην Γαλλία, μέσα σε ένα βαγόνι εμπορικής αμαξοστοιχίας, ένα κομμάτι από ανθρώπινο σώμα. Κατά τις επόμενες ημέρες, στην Γαλλία αλλά και αλλού, μέσα σε άλλες εμπορικές αμαξοστοιχίες βρίσκουν και άλλα κομμάτια του ίδιου σώματος. Μόνο ένα πράγμα δεν βρέθηκε ποτέ, το κεφάλι.
Χάρη στο δίκτυο σιδηροδρομικών κόμβων, σε αυτό που ονομάζεται σιδηροδρομική τομή, αποκαλύπτεται ότι όλα τα τραίνα, που μετέφεραν κομμάτια εκείνου του σώματος, πέρασαν- όποιος και αν ήταν ο προορισμός τους- από ένα κοινό σημείο, κάτω από τη γέφυρα ντε λα Μοντάν Παβέ, στο Βιόρν, περιφέρεια του Κορμπέιγ.
Πολύ γρήγορα, η κοινότητα Κορμπέιγ (2.500. κάτοικια, 75 Πορτογάλοι) που ερευνάται εξονυχιστικά από την αστυνομία, παραδίδει το άτομο που τεμάχισε το πτώμα: μια γυναίκα, την Κλαίρ Αμελί Λαν, κάτοικο του Βιόρν επί είκοσι χρόνια, από το γάμο της με τον Πιέρ Λαν.
Μόλις βρεθεί μπροστά στην αστυνομία, η Κλαίρ Λαν ομολογεί το έγκλημά της. Λέει ότι δολοφόνησε την εξαδέλφη της, Μαρί- Τερέζ Μπουσκέ, κωφάλαλη. Παρά την προφανή καλή της θέληση, καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, η Κλαίρ Λαν δεν κατάφερε ποτέ να δώσει κάποια εξήγηση στο έγκλημα αυτό».
Την εξήγηση στο έγκλημα προσπαθεί να την ανακαλύψει ο Ανακριτής, μαζί με αυτόν και οι θεατές. Λέει : προσπαθώ να μάθω ποια είναι αυτή η γυναίκα, η Κλαίρ Λαν και γιατί λέει ότι διέπραξε αυτό το έγκλημα. Η ίδια δεν δίνει καμία λογική εξήγηση, οπότε προσπαθώ να την βρω εγώ αντί για εκείνη. Ο ανακριτής διατηρεί μια στάση περισσότερο ψυχαναλυτική, ψυχογραφική παρά ανακριτική. Οι ερωτήσεις του είναι διερευνητικές με στόχο την κατανόηση του εγκλήματος, του κινήτρου, της ίδιας της Κλαίρ, της σχέσης του ζευγαριού.
Ο Πιερ και η Κλαίρ ανακρίνονται ξεχωριστά χωρίς να συναντηθούν στην σκηνή. Κατά την ανάκριση του Πιερ, που ανακρίθηκε πρώτος, διαφαίνονται όλα τα αρνητικά συναισθήματα όχι μόνο για την πράξη του φόνου αλλά και για την ίδια την γυναίκα του, τη συζυγική σχέση τους και το χαμένο έρωτά τους. Ο σύζυγος, αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός μικροαστικού κόσμου που ζει μέσα σε όρους ευταξίας, καθωσπρεπισμού, απόλυτης λογικής, είναι αφημένος με απάθεια σε μια άρνηση ακοής και ομιλίας από και προς την γυναίκα του. Δεν συνομιλεί μαζί της, δεν την αναζητά, δεν την βλέπει παρά μόνο σαν έκφραση μιας παράλογης φύσης, που αδυνατεί να κατανοήσει και τελικά να βοηθήσει ώστε να βγει από την εμμονή της, από την προσκόλλησή της σ’ έναν έρωτα του παρελθόντος. Μέσα από τον μονόλογο του Πιέρ σκιαγραφείται η ενοχή του, ενοχή που φωτίζεται από τις ερωτήσεις του ανακριτή. Λέει: Εξαιτίας μου, γι’ αυτά τα εικονογραφημένα περιοδικά, εξαιτίας μου σταμάτησε να διαβάζει. Ο Πιερ προσέρχεται για ανάκριση χωρίς να νιώθει ένοχος και βγαίνει από αυτήν με κατεβασμένο κεφάλι, ωσάν να ήταν ένοχος.
Η Κλερ μπαίνει στην ανακριτική διαδικασία εμφανώς ένοχη. Ναι, έχει σκοτώσει αλλά καθώς ξετυλίγεται η αφήγησή της για τη ζωή της, παρουσιάζεται μια άλλη εικόνα, σχεδόν αποκαθαίρεται η ενοχή της. Μιλάει για την απουσία, για το πέρασμα του χρόνου και την απουσία του έρωτα από τη ζωή της. Αναρωτιέται πώς πέρασε έτσι η ζωή της στην σιωπή των σκέψεών της, σκέψεις για τις οποίες δεν μιλούσε γιατί κανείς δεν βρέθηκε να ακούσει. Η ηρωίδα είναι μια γυναίκα που ζει μέσα στο παρελθόν της, προσκολλημένη σε έναν έρωτα για έναν άντρα από το Καόρ- όχι τον άντρα της- που σηματοδοτεί όλο της το είναι. Γι’ αυτήν, όλα είναι τότε και εκεί. Δεν προχωρά και αυτό την καθιστά ευαίσθητη, ευάλωτη, υγρή, μοναχική και ιδιαίτερη. Είναι μια γυναίκα που έχει μάθει να είναι σιωπηλή και καταδικάζεται σε ακόμα μεγαλύτερη σιωπή, όταν η γυναίκα που της φέρνει ο άντρας της για να τη βοηθάει- γυναίκα που θα μπορούσε να τη συντροφεύει - είναι κωφάλαλη εκ γενετής. Στο παγκάκι του κήπου, εκεί κάθεται πάντα μόνη και σκέφτεται, το μυαλό της κινείται συνέχεια αλλά παραμένει μόνη της και σωματικά ακίνητη. Το δωμάτιό της είναι πάντα τακτοποιημένο, όλα στην θέση τους, χωρίς πουθενά να υπάρχουν ίχνη. Η ίδια φροντίζει καθημερινά να είναι πλυμένη, ντυμένη, περιποιημένη, να είναι πάντα έτοιμη, για το οτιδήποτε και αν συμβεί.
Όταν αρχίζει να μιλάει στον ανακριτή, ξεχνιέται, πλέκει την ιστορία της αλλά και πάλι μόνη είναι…Ρωτάει τον ανακριτή αν βρήκαν το κεφάλι-είναι το μόνο που  λείπει από το διαμελισμένο σώμα- ο ανακριτής τη διαβεβαιώνει πως όχι και της ζητά να του το αποκαλύψει ως αδιάσειστη επιβεβαίωση της αποτρόπαιης πράξης της. Η Κλαίρ, ισχυρίζεται με ειλικρίνεια πως θα απαντήσει στον ανακριτή αν της θέσει την κατάλληλη ερώτηση. Αν και το περιεχόμενο της ερώτησης το αγνοεί και η ίδια ωστόσο, φαίνεται να περιμένει να της τεθεί η κατάλληλη ερώτηση, που θα την κινητοποιήσει να δώσει μια πειστική απάντηση για τους λόγους που την οδήγησαν στο έγκλημα. Ένα έγκλημα που είχε λάβει σάρκα και οστά στα όνειρά της, πολύ πριν περάσει η ηρωίδα στην εκδραμάτιση.
Η Κλαίρ αφηγείται : «Το σπίτι ήταν σιωπηλό κυρίως τα βράδια του Χειμώνα. Τον χειμώνα δεν μπορούσα να πάω στον κήπο.
Δεν αποχωρίστηκα ποτέ την ευτυχία του Καόρ, κατέκλεισε την ζωή μου ολόκληρη. Δεν ήταν ευτυχία για ορισμένα χρόνια, μη νομίζετε. Ήταν μια ευτυχία να διαρκέσει για πάντα. Αν δεν είχα διαπράξει αυτό το έγκλημα εκεί θα ήμουν ακόμη, μέσα στον κήπο. Καμία φορά το στόμα μου ήταν σαν το τσιμέντο στο παγκάκι.
Στο ισόγειο, όταν κατεβαίνουμε την σκάλα, είχε τρεις πόρτες, η πρώτη είναι της τραπεζαρίας, η δεύτερη του διαδρόμου, η τρίτη του δωματίου της, ήταν πάντα ανοιχτές σε σειρά, και όλες από την ίδια πλευρά, βάραιναν τον τοίχο από την ίδια πλευρά, οπότε μπορούσες να πιστέψεις ότι το σπίτι έγερνε από την πλευρά και ότι ο θάνατος είχε κυλήσει στο βάθος, παρασυρμένος από την κλίση κατά μήκος των θυρών, έπρεπε να κρατηθείς από την κουπαστή. Ακούστε με. Εγώ στη θέση σας θα άκουγα. Ακούστε με… Σας παρακαλώ…»

Στο τέλος του έργου, ο ανακριτής θα παραιτηθεί από την προσπάθειά του να καταλάβει ποια είναι η Κλαίρ και γιατί διέπραξε αυτό το έγκλημα, αποδεχόμενος την τρέλα της ως αιτιολόγηση για την πράξη του εγκλήματος.

Το δικαστήριο των θεατών
Το έργο διέπεται από έναν έντονα πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα και ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του συστήματα αξιών, για να καθορίσει την θέση του και την «ετυμηγορία» του για την ένοχη. Η απόδοση της «τρέλας» ως πειστική απάντηση σε όσα δεν μπορεί η λογική της κοινωνίας, της επιστήμης, του καθημερινού ανθρώπου  να ακούσει, να καταλάβει, να εξηγήσει, να προσεγγίσει, φαντάζει ως κοινή σύμβαση. Μια εύκολη λύση; Έχει υποστηριχθεί πως η διαδικασία της «ταμπελοποίησης» είναι ένας τρόπος να αποφύγει κανείς την κοπιαστική διαδικασία να μάθει πραγματικά τον άλλον (Ντε Μπορντ, 1999). Παρά την παραπάνω θέση, ωστόσο, φαίνεται πως η συνήθης επιλογή-ως δηλωτική αντίστασης του πλαισίου στην αλλαγή, στην διεύρυνση, στο άνοιγμα του κύκλου- στις περιπτώσεις όπου άλλος είναι διαφορετικός, αλλόκοτος, ακατανόητος για ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιών, πολιτικών και κοινωνιών, είναι η απόδοση ετικετών και ο εγκλεισμός αυτών των φορέων διαφορετικότητας σε «άλλα κλειστά συστήματα».
Το έργο με συγκίνησε βαθύτατα, με άγγιξε η σιωπή της ηρωίδας, οι σκέψεις που ξετύλιγε σκιαγραφώντας την ζωή της ολόκληρη, το βύθισμά της στο φαινομενικό τίποτα. Ακολουθώντας τις ερωτήσεις του ανακριτή, προσπάθησα να κατανοήσω -από την θέση ανακρίτριας /ψυχοθεραπεύτριας- τον εσωτερικό της κόσμο. Έναν κόσμο που η ηρωίδα προτίμησε να κρατήσει σιωπηλό, βουβό στην αδιαφορία και αδυναμία των σημαντικών άλλων να τον αφουγκραστούν.
Κατά τη διάρκεια της παράστασης, ο ανακριτής απέτυχε να θέσει την κατάλληλη ερώτηση που θα άγγιζε την ηρωίδα, που θα την κινητοποιούσε και θα της επέτρεπε το άνοιγμα –πριν ή μετά την αποτρόπαια πράξη- σε μια δημιουργική αλλαγή. Κι ενώ η η κατάλληλη ερώτηση αναζητείται, ένα πλήθος ερωτημάτων γεννώνται στο νου του θεατή. Τι δύναμη έχει το παρελθόν ώστε να μπορεί να καθορίσει όλη τη ζωή του ανθρώπου, πώς σταδιακά μπορεί να δώσει χώρο για να εκδηλωθεί μια καταθλιπτική στάση απέναντι στην τρέχουσα ζωή, στην επιθυμία για ζωή, στην δύναμη διαφυγής από φαντάσματα, από ανάγκες, από χαμένους έρωτες; Πόσο κοντινά είναι τα όρια ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, πόσο τελικά αγγίζονται οι άκρες της φαντασίας με της πράξης;
 Έτοιμες απαντήσεις δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχει μια συνταγή ευτυχίας, γραμμένη σε ένα μαγικό γριμόριο. Γνωρίζουμε μόνο πως μια ευαίσθητη, εύθραυστη σχεδόν, μορφή έχει ζωτική ανάγκη από την στήριξη των σημαντικών άλλων, από ένα περιβάλλον που θα παρέχει, όπως ο ανακριτής, μια ευπροσήγορη στάση. Ο ρόλος και η σημασίας της ύπαρξη ενός διευκολυντικού περιβάλλοντος έχουν άλλωστε επισημανθεί για την υγιή διαμόρφωση και εξέλιξη της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η απουσία ενός τέτοιου περιβάλλοντος, η ανεπαρκής στήριξη από σημαντικούς άλλους, δυσχεραίνει το ταξίδι όλων μας, όλων των εγώ-προσωπικοτήτων, ιδιαίτερα δε εκείνων που κατηγοριοποιούνται ως ευαίσθητα, διαφορετικά, ευάλωτα, αντιθετικά. Αυτή η απουσία, λοιπόν, φαίνεται συχνά να βαραίνει με ευθύνες το εξωτερικό περιβάλλον, επιφέροντας, συχνά, ολέθρια αποτελέσματα για τις μορφές που αναλαμβάνουν τόσο τον ρόλο του θύματος όσο και του θύτη.
Σύμφωνα με την θεραπεία μέσω Δράματος, ο ρόλος αν και εκφράζεται μέσω της συμπεριφοράς, εμπεριέχει συναισθήματα, σκέψεις, αξίες, αισθητικές, κοινωνικές και πνευματικές όψεις, οι οποίες σχετίζονται περισσότερο με ένα προσωπείο παρά με το σύνολο της προσωπικότητας του ατόμου (Landy, 2001). Υπό αυτήν την άποψη, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε- με κάθε επιφύλαξη για το αδιάσειστο της υπόθεσης- ότι η ηρωίδα του έργου φαίνεται να δολοφονεί ένα προσωπείο, το παράλογο εκείνο κομμάτι του εαυτού της που δεν μπόρεσε ούτε να αφομοιώσει αλλά και ούτε να απωθήσει.

Εν κατακλείδι

Πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο που τοποθετεί τον/την θεατή στον ρόλο του σκεπτόμενου «ενόρκου»- ανακριτή. Και καθώς η σκέψη συνυπάρχει με και ενυπάρχει στην ύπαρξη, η δράση του υποκειμένου θεωρείται αναπόσπαστη συνέχειά της προκειμένου να αποφευχθεί ο θάνατος της ύπαρξης στην ζωή. Με αυτή την σκοπιά, η θεραπεία μέσω δράματος προκαλεί/προσκαλεί το υποκείμενο σε μια «εκφραστική» δράση, με απώτερο στόχο, μεταξύ άλλων, την απέκδυση δυσλειτουργικών ρόλων και μοντέλων συμπεριφοράς.


©Σταυρούλα Δουλάμη, Ψυχολόγος

Βιβλιογραφικές παραπομπές 

Θέατρο Σημείο (2010). L’ Amante Anglaise Margeurite Duras. Αθήνα : Ωκύτυπον
  Landy, R (2001). Προσωπικότητα και προσωπείο. O ρόλος στο Δράμα, την Θεραπεία και την Καθημερινότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  Ντε μπορντ (1999). Δεξιότητες συμβουλευτικής στον χώρο της εργασίας. Αθήνα: Καστανιώτης