Ο ρόλος της προσωπικότητας στη εμφάνιση καρκίνου


Η προσπάθεια σύνδεσης της προσωπικότητας με τον καρκίνο έχει τις ρίζες της πολύ παλιά. Ήδη από την αρχαιότητα ο Γαληνός απέδιδε τον καρκίνο σε μια προδιάθεση προς τη μελαγχολία. Οι γυναίκες με μελαγχολικό χαρακτήρα, όπως ανέφερε, είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο των γεννητικών οργάνων σε σχέση με τις γυναίκες που είχαν πιο αισιόδοξη διάθεση. Στη συνέχεια αρκετοί ερευνητές υποστήριξαν την άποψη πως συγκεκριμένοι συναισθηματικοί παράγοντες και ιδίως η κατάθλιψη, επιδρούν στην ανάπτυξη διαφόρων τύπων καρκίνου. Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή μιας σημαντικής συναισθηματικής σχέσης, όπως παρατηρεί η Εvans, ευθύνεται για την ανάπτυξη καρκίνου (Αντωνίου, 2006)
Ο Le Shan υπήρξε ένας από τους πρώτους θεωρητικούς που ασχολήθηκε με την τυπολογία της προσωπικότητας του καρκινοπαθούς. Η επί δύο δεκαετιών εργασία του με καρκινοπαθείς  (εργάστηκε ψυχοθεραπευτικά με δεκάδες καρκινοπαθείς και μελέτησε εκτεταμένα την προσωπικότητα εκατοντάδων άλλων) οδήγησε στη συγκέντρωση υλικού που αφορούσε το ιστορικό, τη δομή της προσωπικότητας και τη συγκινησιακή λειτουργία των ατόμων με κακοήθη όγκο. Τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με τον Le Shan, μπορούσαν να προσφέρουν ένα σύνδεσμο ανάμεσα σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τη ροπή προς τον καρκίνο (Le Shan, 1999).
Ο Le Shan (1977/1999) παρατήρησε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που αποτελούσαν κοινό τόπο για τους περισσότερους καρκινοπαθείς. Ένας πρώτος κοινός παράγοντας των ατόμων που είχαν προσβληθεί από καρκίνο αναφέρεται σε μια έντονη τάση να μην αγαπούν τον εαυτό τους και σε μια έλλειψη εμπιστοσύνης προς αυτόν. Τα άτομα έτειναν να έχουν μια αρνητική εικόνα του εαυτού τους αν και οι άλλοι άνθρωποι ανταποκρίνονταν σε αυτούς πολύ πιο θετικά από ό,τι οι ίδιοι στον εαυτό τους. Συχνό επίσης χαρακτηριστικό ανάμεσα στους καρκινοπαθείς ήταν οι γιγαντιαίες απαιτήσεις που είχαν από τον εαυτό τους. Δημιουργούσαν μια εικόνα επιθυμητού εαυτού που ήταν σχεδόν αδύνατον να επιτευχθεί. Τα ιδανικά και τα όνειρά τους εκφράζονταν συχνότερα με το «τι δεν θα κάνω» παρά με το «τι θα κάνω».
Το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό σχετίζεται με την αδυναμία έκφρασης αρνητικών συναισθημάτων. Αν και τα άτομα «συχνά εμποδίζονταν να εκφράσουν εχθρότητα για να αμυνθούν, ωστόσο μπορούσαν να αντιδράσουν με δύναμη και επιθετικότητα προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των άλλων ή διάφορα ιδανικά». Η δυσκολία έκφρασης εχθρικών ή εν γένει αρνητικών συναισθημάτων φαίνεται να ισχύει κυρίως στην περίπτωση που τα άτομα θέλουν να υπερασπιστούν τις δικές τους ανάγκες, επιθυμίες και συναισθήματα.
Η απόγνωση, συναίσθημα με το οποίο φαίνεται να είχαν περάσει όλη τους τη ζωή, αποτελεί ένα ακόμη κοινό χαρακτηριστικό στη συγκινησιακή ζωή των καρκινοπαθών. Για τους περισσότερους, η απόγνωση φαίνεται να είναι μια «κοσμοθεωρία που συνοδεύεται από ένα αίσθημα έντονης μοναξιάς και μια έλλειψη ελπίδας πως θα καταφέρουν να δώσουν ένα νόημα, ενδιαφέρον ή αξία στη ζωή τους». Αν και η απόγνωση θα μπορούσε να συσχετισθεί με την κατάθλιψη, ωστόσο διαφοροποιείται από αυτήν καθώς το άτομο, ανεξάρτητα από την ένταση της απόγνωσης, συνεχίζει να καταπιάνεται με τις συνηθισμένες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.
Το βασικό σχήμα του ιστορικού της συγκινησιακής ζωής του καρκινοπαθούς φαίνεται να αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει μια παιδική ή εφηβική ηλικία, όπου βιώνονται έντονα συναισθήματα μοναξιάς. Στο δεύτερο μέρος κεντρική θέση κατέχει μια περίοδος κατά την οποία το άτομο ανακαλύπτει μια σχέση με βαθύτερο νόημα, γεγονός που του επιτρέπει να βρει ένα ενδιαφέρον στη ζωή του. Το τρίτο μέρος έρχεται στην επιφάνεια μετά την απώλεια αυτής της σημαντικής σχέσης, δημιουργώντας στο άτομο συναισθήματα απόγνωσης. Κάποια στιγμή, μετά την έναρξη αυτής της φάσης, παρουσιάζονται τα πρώτα συμπτώματα του καρκίνου (Le Shan, 1999).
Η δυσκολία έκφρασης εχθρικών συναισθημάτων, το συναίσθημα της απελπισίας και της απόγνωσης, η βίωση υψηλών επιπέδων αρνητικού στρες αποτελούν τα σημαντικότερα γνωρίσματα της προσωπικότητας που σχετίζονται με την εμφάνιση του καρκίνου.
Ο όρος προσωπικότητα τύπου C, που  υποδηλώνει την  προσωπικότητα με προδιάθεση για καρκίνο, χρησιμοποιείται πρώτη φορά από τον Morris προκειμένου να την διαφοροποιήσει από την προσωπικότητα τύπου Α, η οποία εκδηλώνει ροπή προς την εμφάνιση καρδιοπάθειας (Αντωνίου, 2006)
Τα άτομα τύπου C χαρακτηρίζονται ως ευχάριστα, ήρεμα, συγκαταβατικά, φιλικά και παθητικά. Αποφεύγουν τις συγκρούσεις, προσπαθούν να συμμορφώνουν και να εναρμονίζουν τη συμπεριφορά τους με το περιβάλλον καθώς επιθυμούν να είναι κοινωνικώς αποδεκτά και αγαπητά. Χαρακτηρίζονται επίσης ως ανασφαλή άτομα και τείνουν να εστιάζονται περισσότερο στους άλλους παρά στον εαυτό τους και συχνά εμφανίζουν μια τάση αυτοθυσίας. Η δυσκολία έκφρασης των συναισθημάτων και ιδίως των αρνητικών όπως ο θυμός, η ένταση ή το άγχος φαίνεται να είναι προεξέχον χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσωπικότητας τύπου C (Temoshok, 1985, 1987) και ίσως ο πλέον επιβαρυντικός παράγοντας στην εκδήλωση και έκβαση της ασθένειας

Προσωπικότητα, γεγονότα ζωής και καρκίνος

Οι αλλαγές στη ζωή, αρνητικές ή και θετικές, συνιστούν σημαντικό παράγοντα στην εμφάνιση ασθενειών που σχετίζονται με το στρες. Όσο πιο σημαντική ή μεγάλη είναι η αλλαγή που βιώνει κανείς τόσο πιο σοβαρή είναι η ασθένεια που εμφανίζει. Τα γεγονότα ζωής επιδρούν όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στην επιδείνωση της νόσου (Cooper, Cooper & Eaker, 2002).

Ανάμεσα στα γεγονότα ζωής, η απώλεια σημαντικής συναισθηματικής σχέσης ή η φυσική απώλεια αγαπημένου προσώπου συνιστούν κοινό τόπο για τη ζωή πολλών καρκινοπαθών. Συγκεκριμένα, σε μια ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας σημειώνει πως η απώλεια σημαντικής σχέσης, η αδυναμία έκφρασης συναισθημάτων, η σεξουαλική δυσλειτουργία, οι ανεπίλυτες συγκρούσεις με έναν γονιό ή/και η βίωση συναισθηματικής έντασης εξαιτίας της απώλειας ενός γονιού αναφέρονται ως κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στους καρκινοπαθείς (Le Shan, 1999). Άλλα στρεσσογόνα περιστατικά, που ενοχοποιούνται ως παράγοντες κινδύνου τόσο στην εμφάνιση όσο και στην εξέλιξη της νόσου, περιλαμβάνουν το διαζύγιο ή τη συζυγική διάσταση, την απώλεια εργασίας  (στο Αντωνίου, 2006).
Οι έρευνες που κινήθηκαν στην κατεύθυνση της συσχέτισης του καρκίνου με εκείνα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που στοιχειoθετούν την προσωπικότητα τύπου C, έχουν καταδείξει θετική συσχέτιση. Για παράδειγμα, η έρευνα της Temoshok και συνεργατών (1985) σε ασθενείς με κακοήθες μελάνωμα επιβεβαίωνει την τυπολογία της C προσωπικότητας, καθώς τα άτομα περιγράφονται ως συνεργάσιμα, υπομονετικά, ανασφαλή, με παθολογική τάση να είναι αρεστά και με  τάση καταστολής του θυμού τους.
Ο έλεγχος των συναισθημάτων και κυρίως των εχθρικών είναι ένα βασικό γνώρισμα της προσωπικότητας τύπου C. Όπως παρατηρεί ο Gross (1989, οπ.αν. στο Αντωνίου, 2006) σε μια επισκόπηση 18 διακεκριμένων μελετών, η καταστολή των συναισθημάτων παρουσιάζεται ως παράγοντας κινδύνου στην καρκινογένεση ή και στην πρόγνωση της νόσου. Σε  μια μελέτη σε 2.100 γυναίκες βρέθηκε πως οι γυναίκες που τείνουν να κρατούν θαμμένα τα συναισθήματά τους, ιδίως σε περιόδους έντονου στρες, διατρέχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού απ’ ό,τι οι γυναίκες που είναι σε θέση να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, να ζητήσουν βοήθεια και να αντιμετωπίσουν τη στρεσσογόνο κατάσταση (Cooper και συν. 2002).
Η χρόνια καταπίεση της έκφρασης συναισθημάτων και αναγκών μπορεί να οδηγήσει το άτομο στην ανάπτυξη του συναισθήματος της απελπισίας, ιδίως όταν βιώνονται έντονες στρεσσογόνες καταστάσεις, όπως αυτή της διάγνωσης της νόσου του καρκίνου (Temoshok, 1987). Τα άτομα που έχουν συνηθίσει στη μη έκφραση των αρνητικών συναισθημάτων είναι πιθανόν και μετά τη διάγνωση της νόσου να υιοθετήσουν μη εποικοδομητικές στρατηγικές αντιμετώπισης εξακολουθώντας να περιορίζουν την έκφραση όλου του εύρους των συναισθημάτων τους. Είναι λοιπόν σημαντικό να ενισχυθούν οι ασθενείς στη συναισθηματική έκφραση, καθώς αυτή έχει άμεσες επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική τους υγεία (Rime΄, 1999).

Συμπερασματικά... 
Συγκεκριμένα γεγονότα ζωής και ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας φαίνεται να αποτελούν ενδείξεις που προμηνύουν την εμφάνιση καρκίνου, όπως έχει υποστηριχθεί από διάφορους θεωρητικούς του χώρου. Η καταπίεση συναισθημάτων και η ανικανότητα έκφρασης θυμού και επιθετικότητας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας με προδιάθεση για καρκίνο (προσωπικότητα τύπου C).
Η έκφραση των συναισθημάτων και η εκφόρτισή τους έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ευεξία των ατόμων και όταν αυτά υφίστανται χρόνια καταπίεση, μπορεί, μη βρίσκοντας άλλη δίοδο, να εκφράζονται μέσα από το σώμα. Η ασθένεια σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να είναι η έσχατη επώδυνη λύση μιας ενδοψυχικής σύγκρουσης, κομμάτι της οποίας είναι ο πόνος, η λύπη και η διαδικασία του πένθους που μπορεί να διατηρηθούν για χρόνια.
Κάτω από αυτό το πρίσμα άτομα με δυσκολίες στην έκφραση θυμού, που είναι συγκαταβατικά και μάλλον παθητικά σε συνθήκες βίωσης έντονου στρες κινδυνεύουν να εκδηλώσουν κάποια ασθένεια και πιθανότα καρκίνο. Ωστόσο αν και η ύπαρξη αυτής της C τυπολογίας φαίνεται να έχει επιβεβαιωθεί από μελέτες σε αρκετούς καρκινοπαθείς, περαιτέρω διερεύνηση θα ήταν σκόπιμη ώστε να κατανοηθεί καλύτερα ο μηχανισμός που συνδέει την προσωπικότητα με τον καρκίνο. 

  
                                                                         Σταυρούλα Δουλάμη, Ψυχολόγος

 Βιβλιογραφικές παραπομπές 
  • Αντωνίου, Α.Σ. (2006). Εργασιακό Στρες. Τόμος Α΄. Αθήνα: Παρισιάνος.
  • Cooper, C., Cooper, R., & Eaker, L. (2002). Ζώντας με στρες (μτφρ.επιμ. Αντωνίου Σ). Αθήνα: Παρισιάνος.
  • Le Shan, L. (1999). Μπορείς να αγωνιστείς για τη ζωή σου (εκ.4η). Αθήνα: Θυμάρι.
  • Rime΄, B. (1999).Expressing emotion, physical health and emotional relief. Ad. Mind Body Medicine, 15, 175-179
  • Temoshok, L., Heller, B., Sagebiel, R.W., Blois, M.S., Sweet, D.M., DiClemente R.J., et al.(1985). The relationship of psychosocial factors to prognostic indicators in cutaneous malignant melanoma. Journal of Psychosomatic Research, 29, 139-153
  • Temoshok, L. (1987). Personality, coping style, emotion and cancer: towards an integrative model. Cancer. Surv, 6(3), 545-67. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο http://www.ncbi.nlm.nih.gov/entrez/query.fcgi




Όταν το σώμα νοσεί: η περίπτωση του καρκίνου

Καρκίνος: ορισμός και επιδημιολογικά χαρακτηριστικά

Ο καρκίνος δεν είναι απλά μια ασθένεια αλλά ένα σύνολο ασθενειών με διάφορες προελεύσεις, παθολογίες, προγνώσεις και θεραπευτικές αγωγές. Ο καρκίνος είναι η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη μη φυσιολογικών κυττάρων που προκαλούν νεοπλασίες-όγκους. Οι όγκοι που αναπτύσσονται μπορεί να είναι καλοήθεις, οι οποίοι δεν εξαπλώνονται στο σώμα ή κακοήθεις, που παρουσιάζουν μετάσταση (Ogden, 2000). Ένας καλοήθης όγκος μπορεί να συμπιέζει άλλα κύτταρα και να επηρεάζει τη λειτουργία των παρακείμενων δομών. Μπορεί ωστόσο να αφαιρεθεί με χειρουργική επέμβαση ενώ σπάνια προκαλεί βλάβη στον οργανισμό. Αντίθετα ένας κακοήθης όγκος εισβάλλει και καταστρέφει το σωματικό ιστό και εάν η δράση του είναι ανεξέλεγκτη μπορεί να προκαλέσει θάνατο (Rice, 1998).
Αν και υπάρχουν πολλά είδη καρκίνου τα περισσότερα από αυτά μπορούν να ταξινομηθούν σε μια από τις τέσσερις μορφές καρκίνου: στα καρκινώματα, στα σαρκώματα, στα λεμφώματα και στις λευχαιμίες.
Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Υγείας (2001) οι πιο συχνές μορφές καρκίνου που  προσβάλλουν τους ενήλικες είναι ο καρκίνος του πνεύμονα, του στομάχου, του δέρματος, και του ορθού και παχέος εντέρου. Ο καρκίνος του στήθους και του τραχήλου της μήτρας είναι οι πιο κοινές μορφές καρκίνου ανάμεσα στις γυναίκες, ενώ οι άντρες προσβάλλονται περισσότερο από τον καρκίνο του προστάτη, του πνεύμονα και του στομάχου. Ο καρκίνος του εγκεφάλου και η λευχαιμία παρατηρείται πιο συχνά στα παιδιά και τους νέους.
Κατά το 2000[1] καταγράφηκαν 7.000.000 θάνατοι (12%) λόγω καρκίνου σε όλο τον κόσμο και κάθε χρόνο σημειώνονται γύρω στα 11.000.000 νέα περιστατικά καρκίνου. Η κατανομή των νέων περιστατικών καρκίνου είναι ουσιαστικά ίδια για τους άνδρες και τις γυναίκες αλλά οι άνδρες παρουσιάζουν ελαφρώς πιο αυξημένη θνησιμότητα από ό,τι οι γυναίκες (Rice, 1998). Εκτιμάται ότι έως το 2010 οι θάνατοι λόγω καρκίνου θα αυξηθούν κατά 30% στις αναπτυγμένες χώρες και κατά 71% στις υπό ανάπτυξη χώρες (Pisani και συν., 1999).


Παράγοντες κινδύνου

Υπάρχουν αρκετές απόψεις για το ποια είναι τα αίτια του καρκίνου αλλά καμία  θεωρητική προσέγγιση δεν μπορεί να εξηγήσει όλες τις μορφές καρκίνου.
Σύμφωνα με μια πρώτη εξήγηση ο καρκίνος εμφανίζεται λόγω κάποιας μετάλλαξης, ως αποτέλεσμα έκθεσης σε ραδιενέργεια στο γενετικό κώδικα των κυττάρων. Μία άλλη άποψη για την προέλευση του καρκίνου υποστηρίζει πως υπάρχει ένα ογκογονίδιο μέσα στο κύτταρο που ρυθμίζει το πότε και πόσο γρήγορα θα παραχθούν νέα κύτταρα. Η διεργασία του ογκογονιδίου είναι, υπό κανονικές συνθήκες, ελεγχόμενη ωστόσο εάν αυτό μεταβληθεί, μέσω της έκθεσής του σε καρκινογόνους παράγοντες, γίνεται ανεξέλεγκτη. Αν και στις σύγχρονες βιομηχανικά χώρες παράγονται πολλοί καρκινογόνοι παράγοντες, δεν είναι πάντα βέβαιο ότι η έκθεση σε αυτούς τους παράγοντες θα οδηγήσει στην εμφάνιση καρκίνου. Κατά μια άλλη άποψη ο καρκίνος οφείλεται στην εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Σε συνθήκες χρόνιου στρες το σύστημα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης των επινεφριδίων απελευθερώνει κορτικοστεροειδή, τα οποία μειώνουν τα επίπεδα των λεφοκυττάρων όπως π.χ. των κυττάρων Τ που θεωρούνται υπερασπιστές του οργανισμού ενάντια στον καρκίνο (Rice, 1998).
Εκτός από την προσπάθεια να ανιχνευθούν οι  εσωτερικές διεργασίες που οδηγούν στην εμφάνιση καρκίνου, οι ερευνητές έχουν καταδείξει ορισμένους παράγοντες κινδύνου που οδηγούν στην εμφάνιση της νόσου. Τέτοιοι παράγοντες κινδύνου είναι[2]:
§   Καπνός
§   Αλκοόλ
§   Διατροφή
§   Έκθεση στον ήλιο
§   Ακτινοβολία
§  Έκθεση σε χημικά και άλλες καρκινογενείς ουσίες στο χώρο εργασίας (εντομοκτόνα, σκόνη, κάδμιο, ουράνιο, κ.ά.)
Ανάμεσα στους παράγοντες κινδύνου προεξέχουσα θέση κατέχει το κάπνισμα μιας και έχει ενοχοποιηθεί για την πρόκληση πολλών μορφών καρκίνου όπως του στομάχου, του πνεύμονα, του οισοφάγου, του λάρυγγα κά. Οι διατροφικές συνήθειες και η παχυσαρκία συνιστούν επίσης σημαντικούς παράγοντες κινδύνου όπως και η απουσία φυσικής άσκησης. Η χρήση αλκοόλ έχει αναφερθεί ως παράγοντας κινδύνου για ορισμένους τύπους καρκίνου όπως ο καρκίνος του μαστού, του συκωτιού, του φάρυγγα κ.ά.
Οι διάφοροι παράγοντες που αναφέρθηκαν δεικνύουν πως η θέσπιση ενός αιτιολογικού μοντέλου που να βασίζεται στην ύπαρξη ενός μόνο παράγοντα για την ερμηνεία του καρκίνου είναι σπάνια ή και αδύνατη. Όπως αναφέρει η Rice (1998) “υπάρχει σημαντικός λόγος να πιστεύουμε πως τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα και οι συμπεριφοριστικές διεργασίες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του καρκίνου”. Επίσης, “υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι οι πεποιθήσεις σχετικά με τον καρκίνο και οι συναισθηματικές αντιδράσεις στην παρουσία του μπορούν να επηρεάσουν την πορεία και τη θεραπεία της ασθένειας” (σ.532).


Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και καρκίνος

Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα είναι γνωστοί πάνω από 250 τύποι καρκίνων (Rice, 1998) καθιστά αδύνατο να ενοχοποιηθεί μια σειρά παραγόντων για όλες τις μορφές καρκίνου μιας και σε κάθε μορφή αποδίδονται και διαφορετικοί παράγοντες κινδύνου. Για παράδειγμα ο καρκίνος του μαστού μπορεί σε ένα ποσοστό, μόνο 41%, να αποδοθεί στους πρόσφατα αναγνωρισμένους ως παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία, η εμμηνόπαυση πριν την ηλικία των 50, η απόκτηση πρώτου παιδιού μετά τα 30 κ.ά. (Madigan et al 1995, όπ.αναφ. στο Smedslund και Ringdal, 2004).
Καθώς η γνώση για την αιτιολογία του καρκίνου ποικίλει ανάλογα με τον τύπο της νόσου και οι γνωστοί ως παράγοντες κινδύνου αδυνατούν να αιτιολογήσουν τη νόσο σε ένα απόλυτα ικανοποιητικό ποσοστό, το ενδιαφέρον της σύγχρονης έρευνας συνεχίζει να κινείται στη μελέτη της επίδρασης του ρόλου των ψυχοκοινωνικών παραγόντων, όπως το στρες, η προσωπικότητα, οι στρατηγικές αντιμετώπισης, η κοινωνική στήριξη κ.ά. στην εκδήλωση σωματικής ασθένειας. Η έκθεση σε δυσμενείς ψυχοκοινωνικούς παράγοντες μπορεί είτε να επιφέρει απευθείας αλλαγές στο νευροενδοκρινολογικό σύστημα, γεγονός που καθιστά τον οργανισμό ευάλωτο στην ασθένεια είτε να εκφραστεί μέσω της συμπεριφορικής οδού.
Ο Fox (1998) αναφέρει 59 ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση και την πρόγνωση του καρκίνου. Οι ψυχολογικοί παράγοντες που φαίνεται να σχετίζονται πιο συχνά με τον καρκίνο είναι το συναίσθημα της αβοηθησίας-απελπισίας, η κατάθλιψη και η καταπίεση των συναισθημάτων. Οι Everson και συνεργάτες (1996) σε μια έρευνα σε 2.500 άνδρες διαπίστωσαν πως οι άνδρες με υψηλό συναίσθημα της απελπισίας (hopelessness) είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρκίνο ή καρδιακή προσβολή. Το ψυχολογικό στρες και η απουσία κοινωνικής υποστήριξης φαίνεται να συνδέονται αρνητικά με την έκβαση της νόσου του καρκίνου (Lehto και συν., 2005).
Ο Spiegel (1989) σε μια μελέτη γυναικών με μεταστατικό καρκίνο του μαστού διαπίστωσε πως οι γυναίκες που συμμετείχαν σε ομάδες στήριξης και έκφρασης ζούσαν κατά 18 μήνες περισσότερο σε σύγκριση με τις γυναίκες της ομάδας ελέγχου. Η συμμετοχή σε ομάδες στήριξης αποτελεί ένα βασικό θεραπευτικό εργαλείο για τα άτομα των οποίων η ζωή απειλείται από την ασθένεια του καρκίνου, καθώς αυτά ενθαρρύνονται να εκφράσουν, μέσα σ’ ένα προστατευτικό πλαίσιο, τα συναισθήματα, τις ανησυχίες και τις σκέψεις τους για την ασθένειά τους και τις επιπτώσεις που αυτή έχει στη ζωή τους. Γυναίκες που συμμετέχουν σε ομάδες στήριξης και έκφρασης αναφέρουν βελτίωση των ψυχολογικών συμπτωμάτων και μείωση του πόνου, όπως προκύπτει από την έρευνα των Goodwin και συνεργατών (2001) σε γυναίκες με μεταστατικό καρκίνο του μαστού. Σύμφωνα με τους Smedslund και Ringdal (2004), η ατομική θεραπεία σε σχέση με την ομαδική έχει συγκριτικά καλύτερα αποτελέσματα στους καρκινοπαθείς.
Η επίδραση της κοινωνικής στήριξης και ορισμένων γνωρισμάτων της προσωπικότητας, όπως αυτό της εστίας ελέγχου, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον αρκετών ερευνητών. Η εστία ή η έδρα ελέγχου, ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, αναφέρεται στο βαθμό που τα άτομα αισθάνονται ότι έχουν τον έλεγχο μιας κατάστασης και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα θα αντιδράσουν περισσότερο ή λιγότερο δυσμενώς σε μια στρεσσογόνο κατάσταση. Το άτομο με εξωτερική εστία ελέγχου έχει την πεποίθηση πως ασκεί μικρή μόνο επίδραση στις καταστάσεις και ότι τα αποτελέσματα στο μεγαλύτερο βαθμό καθορίζονται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η τύχη ή η μοίρα. Τα άτομα με εσωτερική έδρα ελέγχου αισθάνονται πως έχουν τον έλεγχο των καταστάσεων και είναι περισσότερο σίγουρα πως μπορούν να επηρεάσουν μια αλλαγή στο περιβάλλον τους (Cooper και συν, 2002).
Οι Lalos & Eiserman (1999) μελέτησαν τη σχέση ανάμεσα στην εστία ελέγχου και την κοινωνική υποστήριξη σε γυναίκες με ενδομήτριο καρκίνο και καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και βρήκαν πως οι γυναίκες με εξωτερική εστία ελέγχου αντιδρούσαν θετικά στην παρεχόμενη κοινωνική στήριξη. Ωστόσο παρά την στήριξη που δέχονταν, δεν μπορούσαν να χειριστούν ικανοποιητικά τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Σύμφωνα με τους ερευνητές η ύπαρξη συντρόφου είναι μια από τις πιο σημαντικές πηγές υποστήριξης για τους καρκινοπαθείς στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την ασθένεια και την θεραπεία της (Lalos & Eiserman, 1999).
Από την έρευνα των De Brabander και συνεργατών (2000) σε γυναίκες με πρόσφατη διάγνωση καρκίνου του μαστού, βρέθηκε πως οι γυναίκες με ενδιάμεση εστία ελέγχου ελάμβαναν περισσότερη ικανοποίηση από την οικογενειακή στήριξη, εμφάνιζαν χαμηλότερα επίπεδα αρνητικού στρες και κατ’ επέκταση λιγότερα σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα, γεγονός που σχετίζεται με την καλύτερη πρόγνωση της νόσου.
Η εξωτερική εστία ελέγχου και η χαμηλή κοινωνική στήριξη είναι δυο παράγοντες που συνεισφέρουν στην εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων, στη δυσπροσαρμογή και στη βίωση συναισθημάτων απελπισίας (στο De Brabander και συν., 2000). Αντίθετα, τα άτομα με εσωτερική εστία ελέγχου είναι προσανατολισμένα στη λύση του προβλήματος, όταν αντιμετωπίζουν μια στρεσσογόνο κατάσταση και έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ασθένεια ή να βιώσουν κατάθλιψη (Benassi και συν., 1988).
Τα αποτελέσματα ωστόσο των ερευνών δεν αποδίδουν πάντα θετική συσχέτιση ανάμεσα στην προσωπικότητα και στους παράγοντες επικινδυνότητας για την ανάπτυξη και εξέλιξη του καρκίνου. Σύμφωνα με τα ευρήματα δυο μελετών που διεξήχθησαν στη Δανία και Ιαπωνία δεν προκύπτει καμία θετική συσχέτιση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, όπως αυτά ταξινομούνται με βάση το μοντέλο των πέντε παραγόντων του Eysenck (εξωστρέφεια, συστολή, νευρωτισμός, ψυχωτικά χαρακτηριστικά, ψεύδος) και στον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου (Shapiro και συν., 2001. Nakaya και συν., 2003).
συνεχίζεται....

[1] :http://www.who.int/healthinfo/bodestimates/en/index.html

[2] http://www.who.int/mediacentre/factsheets/fs297/en/index.html


Βιβλιογραφικές παραπομπές

q       Benassi, V., Sweeney, P., Dufour, C. (1988). Is there a Relation between Locus of Control and Depression? Journal of Abnormal Psychology,97, 357-367
q       Cooper, C., Cooper, R., & Eaker, L. (1988/2002). Ζώντας με στρες (μτφρ.επιμ. Αντωνίου Σ). Αθήνα: Παρισιάνος.
q       De Brabander, B., Boone, C., Declerck, C., Geretis, P. (2002).Locus of Control, Marital Status and predictors of Early Relapse in Primary Breast Cancer Patients. Psychology and Health, 17, 63-76
q       Everson, S.A,. et al. (1996). Hopelessness and Risk of Mortality and Incidence of Myocardial Infraction and Cancer. Psychosom Med; 58:113
q       Fox, B.H. (1998). Psychosocial factors in cancer incidence and prognosis.           In: J.Holland (editor) Textbook of psycho-oncology, p110-124. New York: Oxford University Press.
q       Goodwin, P., Leszcz, M., Ennis, M., et al (2001). The Effect of Group Psychosocial Support on Survival in Metastatic Breast Cancer. The New England Journal of Medicine 345, 1719-1726.
q       Kojima, M., Wakai, K., Tokudome, S., et al (2005) Perceived psychological stress and colorectal cancer mortality: Findings from the Japan collaborative cohort study. Psychosomatic Medicine, 67, 72-77.
q       Lalos A., Eiserman, M. (1999). Social interaction and support related to mood and locus of control in cervical and endometrial cancer patients and their spouses. Supportive Care in Cancer, 7, 75-78
q       Lehto, U.S, Ojanen, M. & Kellokumpu-Lehtinen, M.(2005). Predictors of quality of life in newly diagnosed melanoma and breast cancer patients. Annals of Oncology, 16(5), 805-816.
q       Nakaya , N., Tsubono, Y., Hosokawa, Y., Nishino,  Y. et al (2003). Personality and the Risk of Cancer. Journal of the National Cancer Institute, 95, 799-805
q       Ogden, J. (2000). Η ψυχολογία της υγείας. Αθήνα : Παρισιάνου
q       Pisani, P., Parkin, D.M, Bray, F. & Ferlay, J. (1999).Estimate of the worldwide mortality from 25 cancers in 1990. International Journal of cancer, 83(1), 18-29
q       Rice, P. (2005). Η ψυχολογία της υγείας (μτφρ.επιμ. Αντωνίου, Σ). Αθήνα: Έλλην.
q       Schernhammer, E., S., Hankinson, S.E., Rosner B., Willett W.C, et al (2004). Job stress and breast cancer risk: the Nurses' Health Study. American Journal of Epidemiology, 160, 1079–86.
q       Shapiro, I., Ross- Petersen, L., Saelan, H., Garde, K., Oslen, J., Johansen C. (2001). Extroversion and neuroticism and the associated risk of cancer: A Danish cohort study. American Journal of Epidemiology, 153, 757-763
q       Smedslund, G., Ringdal, G., I. (2004). Meta-analysis of psychosocial interventions on survival time in cancer patients. Journal of Psychosomatics Research, 57, 123-131.
q       Spiegel, D., Bloom, J.R, Kraemer, H.C., Gottheil, E. (1989). Effect of psychosocial treatment on survival of patients with metastatic breast cancer. Lancet, 2, 888-91
q       World Health Organization. World Health Report 2001. Mental Health: New Understanding, New Hope. Geneva: WHO, 2001 Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο http://www.who.int/en/



Αναζητώντας τη γυναικεία ταυτότητα με βοηθό ένα παραμύθι



Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός μυλωνάς που είχε μια πανέμορφη κόρη, όταν συνάντησε τον  βασιλιά του παινεύτηκε πως η θυγατέρα του γνέθει το άχυρο σε χρυσάφι. Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε και του ζήτησε να φέρει την κοπέλα στο παλάτι για να τη δοκιμάσει. Την πρώτη ημέρα η κοπέλα κλείνεται σε ένα δωμάτιο γεμάτο άχυρα που θα πρέπει να γνέσει σε χρυσάφι, αν θέλει να ζήσει. Η κοπέλα που δεν έχει ιδέα πώς μπορεί να φέρει εις πέρας αυτήν τη δουλειά κλαίει απαρηγόρητη ώσπου ξαφνικά ένα παράξενο μικρό ανθρωπάκι εμφανίζεται και της ζητά να του δώσει κάτι σε αντάλλαγμα για να γνέσει αυτός για λογαριασμό της, το άχυρο σε χρυσάφι. Η κοπέλα του δίνει σε αντάλλαγμα το χρυσό της περιδέραιο. Την επόμενη ημέρα ο βασιλιάς, χαρούμενος μα άπληστος καθώς ήταν, οδήγησε την κοπέλα σε ένα μεγαλύτερο δωμάτιο γεμάτο άχυρα που θα έπρεπε να γνέσει ως το πρωί σε χρυσό. Τότε εμφανίζεται πάλι ο νάνος που γνέθει από τα άχυρα χρυσάφι,  και η κόρη του δίνει σε αντάλλαγμα για την βοήθεια του το χρυσό της δαχτυλίδι. Την τρίτη ημέρα, η κόρη οδηγείται σε ένα μεγαλύτερο δωμάτιο γεμάτο άχυρα και αν καταφέρει να τα γνέσει σε χρυσάφι, θα παντρευτεί τον βασιλιά. Το ανθρωπάκι εμφανίζεται ξανά αλλά η κόρη δεν έχει να δώσει κάτι σε αντάλλαγμα, έτσι ο νάνος της ζητά να του τάξει το πρώτο της παιδί. Η κόρη γίνεται βασίλισσα, αλλά ο νάνος έρχεται να πάρει την αμοιβή του, το πρώτο παιδί της βασίλισσας. Η βασίλισσα είναι απαρηγόρητη, ο νάνος την λυπάται και της δίνει μια ευκαιρία: θα μπορέσει να κρατήσει το παιδί της, μόνο αν καταφέρει να μάθει ποιο είναι το όνομά του νάνου, μέσα σε τρεις ημέρες. Δυο μέρες περνούν και η βασίλισσα δεν έχει καταφέρει να βρει το σωστό όνομα, παρά τις προσπάθειές της. Την τρίτη ημέρα, ο απεσταλμένος της βασίλισσας επιστρέφει και της διηγείται πως σε ένα βουνό, είδε ένα σπιτάκι και ένα ανθρωπάκι που χόρευε γύρω από μια φωτιά τραγουδώντας: τι καλά που κανείς δεν ξέρει ότι με λένε Ρουμπελστίσκιν.Όταν το ανθρωπάκι πήγε στην βασίλισσα, χαρούμενο που θα έπαιρνε το βασιλόπουλο, η βασίλισσα του ρώτησε μήπως το όνομα του είναι Ρουμπελστίνσκιν. Ο νάνος τότε, που πίστεψε πως ο διάολος της είχε φανερώσει το όνομά του, έγινε έξαλλος από θυμό και έκοψε στα δυο το κορμί του.

  To παραμύθι του Ρουμπελστίνσκιν                                 
Το παραμύθι του Ρουμπελστίνσκιν μας μιλά για την προβληματική της εφηβείας και την απόκτηση γυναικείας σεξουαλικής ταυτότητας. Σε αυτόν τον άξονα θα επιχειρήσουμε την ανάλυση του παραμυθιού μέσα από τρεις διαστάσεις: την ψυχολογική, τη συμβολική και την συμπεριφορική. Θα εξετάσουμε το ψυχολογικό υπόβαθρο του παραμυθιού, τα σύμβολα που ως αρωγοί στο παραμύθι μεταδίδουν μια γνώση που αποκαλύπτει τις μυστικές μορφές της ουσίας του ανθρώπινου όντος (Elliade, 1994) και τέλος θα προσεγγίσουμε τη στάση της ηρωίδας που την ανακυρρήσει νικήτρια όλων των δοκιμασιών της. 
Όπως κάθε ανάλυση, έτσι και αυτή που εκτυλίσσεται σε αυτό το κείμενο, συνιστά μια οπτική μέσα από την οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε το συγκεκριμένο παραμύθι. 
            
Ψυχολογικές ανιχνεύσεις
Η ηρωίδα που ενοικεί στον φανταστικό κόσμο του παραμυθιού, καλείται, όπως και κάθε κορίτσι του πραγματικού κόσμου της ζωής, μέσα από το πέρασμα οδυνηρών μα καθ’ όλα απαραίτητων σταθμών, να ενταχθεί στην χώρα των ενηλίκων. Άλλοτε με μικρή άλλοτε με μεγαλύτερη δυσκολία, τέτοιοι σταθμοί προετοιμάζουν σταδιακά το κορίτσι του παραμυθιακού και πραγματικού κόσμου, να υποδεχθεί την ενήλικη ταυτότητα και το μυούν στην ένδυση της γυναικείας του υπόστασης. Κάποιες φορές, συμβαίνει αυτό το ταξίδι να ξεκινάει απρόσμενα, χωρίς την συγκατάθεση της ταξιδεύτριας, όπως στο παραμύθι, όπου ο πατέρας καυχάται για λογαριασμό της κόρης του και αποφασίζει να την στείλει σε μια δοκιμασία που ενέχει τον κίνδυνο να της στερήσει την ζωή, εκτός και αν τα καταφέρει, οπότε θα αμειφθεί με μια καλύτερη ζωή από αυτήν που μπορεί να της προσφέρει ο πατέρας.

Η κόρη του μυλωνά υπακούει σε ένα παράδοξο καύχημα του πατρός της και δέχεται αδιαμαρτύρητα να αφεθεί στην εξουσία του, την οποία δεν διαψεύδει μπροστά στην εξουσία ενός άλλου άντρα, του βασιλιά. Έτσι, η κόρη διέρχεται από μια δοκιμασία, την οποία η ίδια, με μια πρώτη ανάγνωση, δεν φαίνεται να έχει επιλέξει αλλά και ούτε μπορεί να φέρει εις πέρας με τις δικές της δυνάμεις. Η στάση της μυλωνοπούλας στο παραμύθι, μοιάζει να ακολουθεί μια στερεοτυπική άποψη για την γυναικεία συμπεριφορά και ιδιαίτερα για την στάση της καλής κόρης απέναντι στον πατέρα, στις απαιτήσεις του οποίου δεν αντιτίθεται. Από ψυχαναλυτική ματιά, θα λέγαμε πως η στάση της ηρωίδας σκιαγραφεί ένα οιδιποδειακό προφίλ. Από την κατάσταση της παιδικής προσκόλλησης προς το πατρικό πρότυπο, η ηρωίδα εισέρχεται εκ νέου στη οιδιπόδεια προβληματική. Αν και η κλασσική οιδιπόδεια περίοδος εμφανίζεται στην νηπιακή ηλικία (3,5-6 ετών), η οιδιπόδεια προβληματική επανα-πυροδοτείται στην εφηβεία, όπου εμφανίζονται βιολογικές αλλαγές και ζητήματα που προκαλούν άγχος, όπως η σεξουαλική ταυτότητα, η σεξουαλική ωρίμανση, οι συγκρούσεις με γονείς και η επίτευξη κάποιων στόχων.
Μακριά από την πατρική προστασία λοιπόν, η κόρη καλείται να φέρει εις πέρας την αποστολή της: αποστολή που εμπεριέχει δοκιμασίες που πάλλονται ανάμεσα στην εποικοδομητική ενόρμηση για αγάπη και δημιουργία και την επιθετική ενόρμηση για καταστροφή και θάνατο, αγγίζοντας το δίπολο Έρωτα-Θανάτου, μέσα στο οποίο ο Freud είδε να εκτυλίσσεται όλη η ανθρώπινη ιστορία (Young, 2009). Αν τα καταφέρει, η ηρωίδα θα εγκαινιάσει μια νέα ζωή κατακτώντας την ολοκλήρωση της γυναικείας ταυτότητας και την ικανότητα να συνάψει στενές διαπροσωπικές σχέσεις, να αγαπήσει, να αγαπηθεί και να δώσει την ζωή παρακάτω. Κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών αυτών, που αντικατοπτρίζουν μια απόπειρα κυριαρχίας απέναντι στους γονείς, τον πατέρα στην συγκεκριμένη περίπτωση, η ηρωίδα καταλήγει να πενθεί, μιας και αγνοεί την τέχνη της μετατροπής του άχυρου σε χρυσάφι. Με ψυχολογικούς όρους, θα λέγαμε πως η ηρωίδα κλαίει για την μεγάλη περίοδο εξάρτησης από τους γονείς, που τώρα καλείται να αφήσει προκειμένου να ωριμάσει. Από την άλλη, ο χαρακτήρας των δοκιμασιών μοιάζει να σκιαγραφεί την περίπλοκη αναπτυξιακή διαδικασία, από την οποία διέρχεται το άτομο ώστε να εξελίξει την ικανότητά του για αγάπη προς άλλα υποκείμενα, εκτός των γονεϊκών μορφών.
Μέσα από την εμφάνιση παράξενων βοηθών, η ηρωίδα του παραμυθιού αντεπεξέρχεται στις δοκιμασίες, που προσιδιάζουν στην οιδιπόδεια προβληματική, και κατορθώνει να τις επιλύσει επιτυχώς. Τις  φαινομενικά ανυπέρβλητες δοκιμασίες της ηρωίδας και την τρομακτική μορφή του νάνου μπορούμε να παραλληλίσουμε με την αμφιθυμία που βιώνεται σε κάθε στάδιο ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, με τις ασυνείδητες φαντασιώσεις και τα ψυχωσικά άγχη που βρίσκονται πίσω από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και διαδραματίζουν έναν ρόλο για τα συναισθήματα που βιώνει το παιδί γύρω από την κατάσταση άγνοιας στην οποία βρίσκεται: απογοητευμένο, σεξουαλικά ανίκανο, αδύναμο (Klein όπ. αναφ. στο Mitchell, 1986). Η πορεία προς την λύση, όπως ανιχνεύεται στις δοκιμασίες της ηρωίδας, φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι η  επίλυση του οιδιποδείου συμπλέγματος για τα κορίτσια, όπως υποστήριξε ο Freud,  διεξάγεται με πολύ πιο αργό ρυθμό, πιο ήπια και λιγότερο βάναυσα και απότομα από ότι στα αγόρια (Young, 2009). Η τελική δοκιμασία της ηρωίδας ωστόσο, που έρχεται σε ένα άλλο χρονικό στάδιο μετάβασης και την βρίσκει  για άλλη μια φορά απροετοίμαστη, μας υπενθυμίζει πως η οιδιπόδεια κατάσταση που αναβιώνει, όταν το άτομο περνά από την θέση του παιδιού στην θέση του γονέα, δεν τελειώνει ποτέ. Η ψυχική επεξεργασία ξαναγίνεται σε κάθε καινούργια κατάσταση που συναντά κανείς στην ζωή του, σε κάθε φάση εξέλιξης και κάθε φορά που αποκτά κανείς μια σημαντική εμπειρία ή γνώση. Η λύση του οιδιποδείου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή εξέλιξη του υπερεγώ, την ανάπτυξη δηλαδή συνειδήσεως του καλού και του κακού, που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ταυτότητας του ατόμου, η ο οποία και ολοκληρώνεται με το πέρασμα από την εφηβεία στο γενετικό στάδιο (Χαρτοκόλλης, 1991).
 Στην πραγματικότητα, η επίλυση του οιδιποδείου, όπως αναφέρει ο Freud αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο κυριαρχίας πάνω στην αρχαϊκή, ζωώδη κληρονομιά της ανθρωπότητας, στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι δυνάμεις που θα πρέπει το άτομο να βάλει σε τάξη και να επεξεργαστεί, ώστε να αποτελέσουν στη συνέχεια τους βοηθούς για την μετέπειτα πολιτισμική του ανάπτυξη (Young, 2009).  

Ο λόγος των συμβόλων

Μέσα από τη ρυθμική γλώσσα των συμβόλων, η ιστορία του παραμυθιού μας αφηγείται ένα ταξίδι γυναικείας μεταμόρφωσης. Η μυητική λειτουργία που υπηρετεί το παραμύθι του Ρουμπελστινσκιν δεν είναι άλλη από την υπερβατική τελετή της εφηβικής μύησης. Όπως και κάθε μύηση, περιλαμβάνει μια τριπλή αποκάλυψη: του ιερού, του θανάτου και της σεξουαλικότητας, εμπειρίες που ο μυημένος τις γνωρίζει, τις αποδέχεται και τις ενσωματώνει στο καινούργιο του εγώ. Το μυστήριο της μύησης αποκαλύπτει στην νεοφώτιστη ηρωίδα, σιγά-σιγά την πραγματική διάσταση της ύπαρξης, της, την οδηγεί στο μυστηριακό και έτσι την υποχρεώνει να αναλάβει τις ευθύνες της ως άνθρωπος (Elliade, 2002). Η μετάβαση από τον κοριτσίστικο κόσμο, στον κόσμο των ενηλίκων γυναικών, αναπαριστάται μέσα από διακριτά σύμβολα στο παραμύθι, που απεικονίζουν την απόκτηση νέων ταυτοτήτων της ηρωίδας και τα εμπόδια που αυτή κάθε φορά συνεπάγεται. Στον τελικό σταθμό του ταξιδιού, παρακολουθούμε την ηρωίδα να ενδύεται μια νέα ολοκληρωμένη ταυτότητα  που συνθέτει αρμονικά πια τις τρεις διαστάσεις, αυτήν της γυναίκας, της συζύγου και της μητέρας. Το παραμύθι διέπεται από την συμβολική επανάληψη του αριθμού των τριών, τις τρεις δοκιμασίες, τις τρεις ευκαιρίες, τα τρία ανταλλάγματα-δώρα, τις τρεις γυναικείες ταυτότητες. Η αριθμητική επανάληψη των τριών, μας παραπέμπει σε μια πνευματική σύνθεση. Αντιπροσωπεύει την λύση της σύγκρουσης που θέτει ο δυϊσμός και εκφράζει την επάρκεια ή εξέλιξη της ενότητας στην ίδια την εσωτερική της υπόσταση (Cirlot, 1995).
Η εμφάνιση των δίπολων, ως ένα επίσης βασικό συστατικό του παραμυθιού, μας δεικνύει την σύγκρουση που θέτει ο δυϊσμός, σύγκρουση που οδηγεί σε ρήξη, αντιπαράθεση ή ακινητοποίηση αν οι δυνάμεις είναι ισόρροπες. Το δυο συμβολίζει επίσης την σκιά, τη σεξουαλικότητα όλων των πραγμάτων και όντων, το δυϊσμό που ερμηνεύεται ως σύνδεσμος του αθανάτου με τον θνητό, του μεταβλητού με το αμετάβλητο (Cirlot, 1995). Αυτός ο δυϊσμός, εμφανίζεται σε όλους τους αντρικούς χαρακτήρες του παραμυθιού που εμφανίζονται με μια διπλή υπόσταση, με διττούς ρόλους καθώς είναι ταυτόχρονα καλοί και κακοί, βοηθοί και συνάμα εχθροί. Μέσα από τη διττή μορφή των αντρικών χαρακτήρων, εκφράζεται ο φόβος της κόρης σε σχέση με τον αρσενικό, φόβος που ενέχει μια σεξουαλική διάσταση, καθώς το παραμύθι μιλά για την απόκτηση γυναικείας ταυτότητας, για την μύηση της κόρης στον σεξουαλικό κόσμο των ενηλίκων.
Όταν η ηρωίδα καλείται να αντιμετωπίσει την διπλή φύση του πατρός, του συζύγου και του παράξενου νάνου, στην πραγματικότητα καλείται να αντιμετωπίσει τα δικά της αμφιθυμικά συναισθήματα που γεννά η κατάσταση της μετάβασης στην οποία εμπεριέχεται η σύναψη ετερόφυλων σχέσεων. Σε αυτή την κατάσταση, τα αμφιθυμικά συναισθήματα συνοδεύουν την νέα σχέση αλληλεπίδρασης που αναδύεται μεταξύ του εαυτού με τον Άλλον. Η αποστολή της ηρωίδας φαίνεται να την προσκαλεί να εμπεριέξει την διπλή φύση του εαυτού της και του Άλλου (άντρα), την αμφιθυμική ψυχοσυναισθηματική κατάστασης ως απόρροια ασυνείδητων ενορμήσεων και αγχώδων φαντασιώσεων, και εν τέλει να προβεί σε μια πνευματική, ενιαία και αρμονική σύνθεση των τριών μερών του εαυτού της (Εγώ- Εκείνο-Υπερεγώ) που θα την οδηγήσουν σταδιακά στην σύναψη υγιών ετερόφυλων σχέσεων (στο παραμύθι εκφράζεται με τη συμβολική σύναψη του γάμου).
Όλες αυτές οι χαοτικές και απειλητικές ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις, που συνοδεύουν την επώδυνη μετάβαση από το ένα ηλικιακό στάδιο στο άλλο, γεννούν τον φόβο στην ψυχή της ηρωίδας, προκαλώντας της θλίψη, απογοήτευση, συναίσθημα αβοηθησίας. Καθώς το ανεξήγητο, και ιδιαίτερα το τρομακτικά ανεξήγητο, δεν αντέχεται για πολύ καιρό, η ηρωίδα του παραμυθιού καλείται σε μια νέα δοκιμασία, που δεν είναι άλλη από την εύρεση ενός παράξενου ονόματος. Η ηρωίδα θα πρέπει, μέσα σε τρεις ημέρες, να μάθει το ασυνήθιστο όνομα του παράξενο νάνου, προκειμένου να μπορέσει να κρατήσει το παιδί της και άρα να υιοθετήσει μια νέα ταυτότητα, αυτήν της μητέρας-τροφού. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την αναζήτηση του ονόματος ως μια προσπάθεια να αποδοθεί ένα νόημα στις χαοτικές ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις, που συνοδεύουν την ηρωίδα σε αυτήν την τελευταία μετάβαση. Η δοκιμασία αυτή την φορά εισάγει την δύναμη του λόγου. Πρόκειται για την δύναμη της γλώσσας που συνιστά μια από τις κυριότερες μεθόδους που διαθέτουμε για να ασκούμε έλεγχο, εφόσον η απόδοση ονόματος (σε ένα συμβολικό ή υπαρκτό αντικείμενο) μας βοηθά να αποκτήσουμε μια αίσθηση κυριάρχησης ή ελέγχου πάνω σε δυνάμεις χαοτικές και απείθαρχες. Όλοι οι πολιτισμοί επιχειρούν να δώσουν νόημα σε χαοτικές και απειλητικές καταστάσεις του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος καθώς και της ίδιας της ύπαρξης (Yalom, 2006).
Όταν οι δυνάμεις ονοματίζονται, οριοθετούνται και άρα μπορούν να τεθούν υπό την εξουσία του ελέγχου μας. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που σε πολλές παραδόσεις, το όνομα ενός πλάσματος, ανθρώπινού ή μη, θεωρείται μέρος του εαυτού του, αναπόσπαστο κομμάτι και η γνώση του ονόματος θέτει τον κάτοχο του, είτε είναι θεότητα, φάντασμα, ξωτικό ή άνθρωπος, στην εξουσία κάποιου άλλου (Cooper, 2007). Η ηρωίδα καταφέρνει (με τη βοήθεια ενός άντρα) να μάθει το όνομα του νάνου και κυριαρχεί επάνω του, οδηγώντας τον τελικά σε διαμελισμό. Αν δούμε, με όρους ψυχολογίας, τον χαρακτήρα του νάνου ως ένα αντικείμενο στο οποίο προβάλλονται όλοι οι κρυμμένοι φόβοι και οι βίαιες σκοτεινές όψεις της προσωπικότητας της ηρωίδας, ο διαμελισμός φαίνεται να συνιστά μια καθαρτήρια πράξη που επιτρέπει στην σκιώδη πλευρά της προσωπικότητας να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί (Cooper, 2007).
Αυτή η σκιά προβάλλεται, θα λέγαμε, πάνω στον νάνο, ο οποίος συμβολίζει τις δυνάμεις που υπάρχουν πέρα από το συνειδητό κόσμο (Cirlot, 1995). Περιλαμβάνει την αρνητική πλευρά της προσωπικότητας, το σύνολο όλων των δυσάρεστων ιδιοτήτων που δεν θέλουμε να φανερώσουμε καθώς και λειτουργίες, περιεχόμενα του προσωπικού ασυνειδήτου που δεν έχουν αναπτυχθεί αρκετά ώστε να περάσουν στο συνειδητό. Αυτή η πλευρά του ασυνειδήτου, που έχει κατά τον Jung έναν δαιμονικό δυναμισμό, κάνει το άτομο να αντιστέκεται έντονα στην ιδέα της ύπαρξης της σκιάς και να την απωθεί στο ασυνείδητο, συχνά δε να αισθάνεται τρόμο (Κανελλοπούλου, 1994). Για να απαλλαγεί από το βάρος των αρνητικών χαρακτηριστικών, το άτομο τείνει να τα προβάλλει έξω από τον εαυτό του, σε ένα αντικείμενο, σ’ ένα άλλο άτομο, στην περίπτωση του παραμυθιού το νάνο, που ενέχει την θέση αυτού του προβλητικού αντικειμένου. Καθώς η συναισθηματική φύση, η αυτονομία και η κτητική ιδιότητα φέρονται ως κύριες ιδιότητες αυτών των σκοτεινών χαρακτηριστικών της σκιάς (Κανελλοπούλου, 1994), δεν αποτελεί εντύπωση που ο νάνος του παραμυθιού εσωκλείει όλες αυτές τις ιδιότητες: εμφανίζεται αυτόνομος και δυνατός, με κτητική διάθεση καθώς ζητά από την ηρωίδα αντικείμενα που της ανήκουν για να τα θέσει στην δική του κατοχή με τελευταίο επιθυμητό απόκτημα το παιδί της, προκαλεί συναισθηματικές καταστάσεις στην ηρωίδα που την ταξιδεύουν ανάμεσα στον δρόμο της χαρά και της λύπης.

Το πέρασμα στην πράξη
Η δράση της ηρωίδας αποτελεί  μια πορεία προς την αυτογνωσία, την οποία κατακτά, όπως είδαμε, μέσα από την υπερνίκηση των δυσκολιών που γεννά το ασυνείδητό της. Σύμφωνα με τον Jung, το άτομο δεν μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της σκιάς παρά μόνο αν καταβάλει σοβαρή ηθική προσπάθεια, ξεκινώντας με την αναγνώριση ότι οι σκοτεινές πλευρές της προσωπικότητας είναι πραγματικές και παρούσες (Κανελλοπούλου, 1994). Αυτή η πορεία προς την γνώση του εαυτού, που συνοδεύει το ταξίδι της επίλυσης της οιδιπόδειας προβληματικής, παρομοιάζεται με έναν ηθικό άθλο, μια σοβαρή προσπάθεια που διέπεται από την αιώνια δυναμική αρχή του δούναι και λαβείν. Το ταξίδι της ηρωίδας προς την σεξουαλικότητα και την αναζήτηση ταυτότητας δεν μπορεί να παραβλέψει τον συμπαντικό νόμο της ανταπόδοσης, έτσι για κάθε βοήθεια που λαμβάνει από τον παράξενο βοηθό της, καλείται να προσφέρει ένα αντάλλαγμα, ένα αντικείμενο που βρίσκεται στην κατοχή της.
Η σειρά των αντικειμένων που αποχωρίζεται ως ανταπόδοση για την βοήθεια που έλαβε από το νάνο να γνέσει το άχυρο σε χρυσάφι, να μετουσιώσει δηλαδή την ασεξουαλική κοριτσίστικη φύση της σε σεξουαλική ωριμότητα (ή με μια άλλη ανάγνωση την υλική της υπόσταση σε πνευματική) ενέχει μια συμβολική διάσταση. Το περιδέραιο, ως πρώτο αντικείμενο που αποχωρίζεται από την κατοχή της, εκφράζει την ένωση διαφορετικών στοιχείων, αντιπροσωπεύει ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην εγγενή διάλυση κάθε πολλαπλότητας (μια αρνητική κατάσταση) και την πραγματική ένωση του συνεχούς. Συμβολίζει τη σχέση και τον δεσμό, εγκόσμιο ή κοσμικό Cirlot, 1995). Το χρυσό δαχτυλίδι, που ανταλλάσσει ως δεύτερο αντικείμενο για την βοήθεια που της παρέχεται, αναπαριστά συμβολικά την συνέχεια και ολότητα, αποτελεί έμβλημα γάμου και αιώνιας επανάληψης των κύκλων του χρόνου, ενώ το υλικό του χρυσού από το οποίο είναι φτιαγμένο μας παραπέμπει σε κάτι ανώτερο (Cirlot, 1995). Το χρυσό δαχτυλίδι συμβολίζει την πνευματική ή σεξουαλική διάσταση του εαυτού που είναι σε θέση να σχετίζεται, την ολοκλήρωση του εσώτερου είναι (Brun, 1993).
Η ηρωίδα μας απέναντι στο νάνο, που κατά μια άλλη ερμηνεία, εκφράζει αρχέγονες καταστάσεις του άντρα που μπορούν να τεθούν υπό τον έλεγχο (Brun, 1993), παραδίδει σε ανταλλάγματα σημαντικά συμβολικά δώρα που σχετίζονται με την ίδια της την ύπαρξη. Σε μια πρώτη ανάγνωση αυτό φαντάζει παράδοξο, ωστόσο αν εκλάβουμε το γνέσιμο ως μια μαγική θηλυκή δύναμη που ενώνει τις δυο πλευρές, την ενεργητική αρσενική πλευρά και την παθητική θηλυκή, που ενώνουν τα νήματα της ζωής σε μια μονάδα (Cooper, 2007) κατανοούμε το διαχρονικό μήνυμα που μεταφέρει το παραμύθι: η μετάβαση στον κόσμο των ενηλίκων και η σύναψη ετερόφυλων δεσμών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την αναγκαία θυσία-απάρνηση κάποιων μερών της προσωπικότητας, ώστε το εγώ να ενδυθεί νέες ταυτότητες που σταδιακά θα το οδηγήσουν στην οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου εαυτού. Με ψυχαναλυτικούς όρους θα λέγαμε πως ασυνείδητα κομμάτια αποχωρούν από την άβυσσο του ασυνειδήτου και αντικαθίστανται με συνειδητές μορφές. Μέσα από αυτές τις αναγκαίες θυσίες, η ηρωίδα καταφέρνει να δεχθεί την αρχικά τρομακτική φύση του άντρα, να αποδεχθεί την σεξουαλικότητά της και τελικά να οδηγηθεί στην ένωση των δεσμών του γάμου: από τον ρόλο της κόρης μεταβαίνει στους ρόλους της γυναίκας και συζύγου.
Η τρίτη δοκιμασία διαχωρίζεται από τις δυο προηγούμενες, καθώς για να υλοποιηθεί απαιτεί από την ηρωίδα ένα αντάλλαγμα που δεν κατέχει στο παρόν: της ζητείται στην πραγματικότητα μια θυσία που θα κληθεί να πραγματοποιήσει στο μέλλον. Το δίλημμα που τίθεται αφορά, όπως είδαμε, σε μια επιλογή ανάμεσα στο δίπολο ζωής και θανάτου, και ανάμεσα σε αυτή την προβληματική δεν μπορεί παρά η επιλογή της ηρωίδας να εξυμνεί τη ζωή. Με αντάλλαγμα την σωτηρία της ζωή της, η ηρωίδα πείθεται και συμφωνεί να δώσει στο νάνο, ένα από τα πιο σημαντικά μελλοντικά αποκτήματα της ζωής της, το ίδιο της το παιδί. Κατά τη στιγμή της συμφωνίας της, η κόρη και μελλοντική μητέρα μοιάζει να αγνοεί την αξία αυτού του ανταλλάγματος που τάζει ή ευελπιστεί πως μπορεί να το αποφύγει, μιας και η βίωση της μητρότητας γίνεται ακόμα με όρους φανταστικούς και όχι πραγματικούς. Όταν όμως το πέρασμα του χρόνου έχει σημάνει και η ανάδυση της νέας ταυτότητας έχει ολοκληρωθεί, η επανεμφάνιση του νάνου ταράζει τα ήρεμα νερά της ευτυχίας στα οποία πλέει η ηρωίδα ως νέα μητέρα.
Η εμφάνιση του νάνου που ζητά της εκπλήρωση της θυσίας, φαίνεται να απεικονίζει, σε αυτό το στάδιο της μητρότητας που ολοκληρώνει το παζλ της γυναικείας ταυτότητας, ότι τα ήρεμα νερά ταράζονται από πλήθος αντιφατικών συναισθημάτων, που βιώνει η νέα μητέρα απέναντι στη καινούργια ζωή που έχει φέρει στον κόσμο. Αυτά τα οδυνηρά, συχνά καταθλιπτικά συναισθήματα καλείται να αντιμετωπίσει η νέα μητέρα, όπως η βασίλισσα του παραμυθιού, θυσιάζοντας αυτό το σκοτεινό μέρος του εαυτού της προς χάριν της συνέχισης της ζωής. Μια τέτοια θυσία δεν μπορεί παρά να συμφωνεί με την αρχετυπική εικόνα της καλής μητέρας. Στην τελευταία, ωστόσο, δοκιμασία της ηρωίδας, αποκαλύπτεται με έμμεσο τρόπο η διπλή φύση του μητρικού αρχετύπου, που εσωκλείει συνάμα ιδιότητες θετικές, όπως η μητρική φροντίδα, η μαγική εξουσία του θηλυκού του, η σοφία και η πνευματική έξαρση που υπερβαίνει τη λογική, όλα τα ένστικτα ή τις παρορμήσεις που υποθάλπουν την ανάπτυξη και την γονιμότητα και ιδιότητες αρνητικές, όπως οτιδήποτε σκοτεινό και μυστικό, την άβυσσο, ό,τι καταβροχθίζει, αποπλανεί και δηλητηριάζει, ό,τι είναι τρομακτικό και αναπόφευκτό όπως η μοίρα (Jung, 1995). Η ηρωίδα, ως καλή μητέρα, αγωνίζεται για να κρατήσει το παιδί της και τελικά καταφέρνει να υπερνικήσει την σκιώδη πλευρά της προσωπικότητάς της που σχετίζεται με την γέννηση του παιδιού, να επαναπροσδιορίσει την σχέση της ως μητέρα μα και γυναίκα συνάμα με τον άντρα της, σχέση που πια τίθεται σε νέες βάσεις, και να ενδυθεί μια τρισυπόστατη ολοκληρωμένη ταυτότητα γυναικείας φύσης.


                                                                                                             ©Σταυρούλα Δουλάμη, Ψυχολόγος
Βιβλιογραφικές παραπομπές
           
Brun, B., Pedersen, E. & Runderg, M. (1993). Symbols of the Soul. Therapy and Guidance through Fairy Tales. London: Jessica Kingsley Publisher
 Cirlot, J. (1995). Το λεξικό των συμβόλων (μτφ.Καππάτος). Αθήνα: Κονιδάρη.
  Cooper, J.C. (2007). Ο Θαυμαστός κόσμος των παραμυθιών. Αλληγορίες της Εσωτερικής ζωής. Πορεία προς την Ωριμότητα. (ε’ έκδοση). Αθήνα: Θυμάρι
ΕlliadeM. (2002). Ιερό και Βέβηλο (μτφ. Δεληβορίας). Αθήνα: Αρσενίδη 
 Grimm, J. &V. (2006). Τα παραμύθια των αδελφών Γκρίμμ. (Τόμος Α΄) Αθήνα: Άγρα
Jung, C. (1995). Τέσσερα αρχέτυπα: Μητέρα, Αναγέννηση, Πνέυμα, Κατεργάρης (μτφ Μπαρουξής). Αθήνα: Ιάμβλιχος
  Κανελλοπούλου, Λ. (1994). Θεωρίες Προσωπικότητας: Ψυχοδυναμικές Θεωρίες. Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Αθήνα: Ε.Κ.Π.Α
Mitchell, J. (1986). The selected Melanie Klein. London: Peguin books
 Yalom, I. & Leszcz M (2006). Θεωρία και πράξη της ομαδικής ψυχοθεραπείας (επ.επιμ Ζέρβας). Αθήνα: Άγρα
Young, R. (2009). Οιδιπόδειο (μτφ Τσόγια). Αθήνα: Ροές